Τα κάστρα της Θράκης
Η Θράκη, στην ενιαία ιστορική μορφή της με την ενδοχώρα της, που έφτανε ως τον Δούναβη, ήταν πάντα ο φυσικός προμαχώνας της πρωτεύουσας της βυζαντινής αυτοκρατορίας. Ήταν η ασπίδα της. Ήταν ο αποσβεστήρας των βαρβαρικών επιθέσεων.
Τα κάστρα της Θράκης αναπτύχθηκαν κυρίως:
1)Κατά μήκος του μεγάλου και ιστορικού οδικού άξονα της Εγνατίας Οδού, που κατευθύνεται από την Δύση προς την Βασιλεύουσα. Τα περισσότερα από αυτά, βρίσκονται σήμερα στην ελληνική Θράκη.
2)Περιμετρικά, ώστε να προστατεύουν τη πρωτεύουσα της εκτεταμένης βυζαντινής αυτοκρατορίας. Τα κάστρα αυτά επεκτείνονται σε όλο τον χώρο της ενιαίας ιστορικής Θράκης, που σήμερα την μοιράζονται η Ελλάδα, η Βουλγαρία και η Τουρκία. Ουσιαστικά κτίσθηκαν όλα αυτά τα φρούρια, μικρότερα και μεγαλύτερα, για να δημιουργηθεί ένα πλέγμα ασφαλείας γύρω και μακρύτερα από την Κωνσταντινούπολη, ώστε να την προστατεύουν από την κάθοδο των εχθρικών φύλων, όταν αυτά διάβαιναν τον Δούναβη και καταλήστευαν την αυτοκρατορία, αποβλέποντας συνάμα και στην κατάλυσή της.
Για να κατανοήσει κανείς την σημασία της Θράκης στην ασφάλεια της Κωνσταντινούπολης, θα πρέπει να λάβει υπόψη του σχετικά, αυτό που αναφέρεται από ιστορικούς, ότι ο Ιουστινιανός, έχτισε στις φυσικές διόδους της Ροδόπης 120 οχυρά για να διασφαλίσει την πεδινή Θράκη από τις επιδρομές βάρβαρων φυλών. Είναι δε χαρακτηριστικό το γεγονός ότι κατά τις ποικίλες ανασκαφές στο νομό Ροδόπης βρέθηκαν πολλοί μεταλλικοί σταυροί με παραστάσεις “στρατιωτικών” αγίων, που οι στρατιώτες κρεμούσαν στον λαιμό τους σαν φυλαχτά.
Ονομαστό έμεινε το Κάστρο της Γκίμπραινας, σε μια από τις ανατολικές κορυφές της Ροδόπης. Σώζονται κάποια ίχνη του. Στην διάρκεια της γερμανικής κατοχής, οι αντάρτες της εθνικής αντίστασης είχαν λημέρια στην ευρύτερη δασώδη περιοχή του. Την σημασία της Θράκης, με βάση και τα σημερινά ευρωπαϊκά γεωπολιτικά δεδομένα, είχε προσδιορίσει επιτυχώς ο Κωνσταντίνος ο Πορφυρογέννητος τον 10ο αιώνα, όταν έγραφε στον γιο του Ρωμανό: “Αρχήν δε της Ευρώπης εγώ τίθημι την Θράκην, επεί και αυτό το Βυζάντιον της Θράκης εστί μέρος κάλλιστον και τιμιώτατον”.
Σήμερα για να γνωρίσει κανείς τα κάστρα της Θράκης, της αρχής δηλαδή της Ευρώπης, θα πρέπει να επιχειρήσει ένα ταξίδι από τον ποταμό Νέστο και να βαδίσει Ανατολικά, ακολουθώντας περίπου την χάραξη της παλαιάς Εγνατίας Οδού, που τώρα έχει αντικατασταθεί με άλλη χάραξη βέβαια από τη Νέα Εγνατία Οδό, κατά ένα μεγάλο μέρος.
Η πρώτη οχυρή θέση που συναντά κανείς στην Θράκη ερχόμενος από Δυσμάς, είναι κοντά στο χωριό Παράδεισος, στις όχθες του ποταμού Νέστου. Εκεί περίπου, ήταν ο αρχαίος Τόπειρος, ενώ σήμερα υπάρχει στην περιοχή με το ίδιο όνομα καποδιστριακός δήμος, που υπάγεται στο νομό Ξάνθης. Το πιο σημαντικό χωρίο για τη θέση της Τοπείρου το έχουμε από τον Προκόπιο, στο κλασσικό έργο του “Περί Κτισμάτων”, όπου γράφει: “Έστι δε τις εν Ροδόπη πόλις αρχαία, Τόπερος ούνομα ή ποταμού μεν ρείθρα περιβάλλεται ει του επί πλείστον, λόφον δ’ αυτή επανεστηκότα όρθιον είχεν”. Εκεί από το ίδιο χωρίο πληροφορούμαστε επίσης, ότι “βασιλεύς Ιουστινιανός μέγα τω περιβόλω ύψος εντέθεικεν, ώστε υπεραίρει τοσούτω τον λόφον, όσον δη καταδέστερον τα πρότερα ήν”. Σύμφωνα με τον Προκόπιο από το βιβλίο του “Υπέρ των πολέμω”, πληροφορούμαστε ότι ο Τόπειρος ήταν μία καλά περιτειχισμένη πόλη.Μεταγενέστερα συγγραφείς αναφέρουν, ότι ο Τόπειρος συναντάται και ως Ρούσιον (Ιεροκλέους “Συνέκδημος”) και ότι η αρχαία αυτή πόλη επέζησε με το όνομα Πόροι, ως τα χρόνια των Κομνηνών το λιγότερο.
Σήμερα, σώζεται κομμάτι τείχους, ρωμαϊκών ή βυζαντινών χρόνων, στον δρόμο Καβάλας-Ξάνθης, μεταξύ του Παραδείσου και της οδικής γέφυρας του Νέστου. Στον Τόπειρο διακρίνονται και ίχνη οχύρωσης της εποχής των Παλαιολόγων. Η ίδρυση του οχυρού στο σημείο εκείνο, είναι προφανής. Ο έλεγχος των δρόμων που είχε ανοίξει ο ποταμός με το ρου του από Βορρά προς Νότο και ο έλεγχος της μοναδικής Εγνατίας Οδού από Δυσμάς προς Ανατολάς.
Η δεύτερη οχυρωμένη τοποθεσία που συναντά κανείς, είναι τα αρχαία Άβδηρα, νότια της Ξάνθης. Στην φημισμένη αυτή πόλη της ελληνικής αρχαιότητας που ανέδειξε τον πατέρα της θεωρίας της ατομικής ενέργειας Δημόκριτο, υπήρχε οχυρό λιμάνι, που μετεξελίχθηκε σε βυζαντινό οχυρό, γνωστό από τον 9ο αιώνα μ.Χ. με την ονομασία Πολύστηλο, προφανώς από τον μεγάλο αριθμό των αρχαίων κιόνων, που υπήρχαν στον χώρο εκείνο.
Η πόλη αυτή και το κάστρο της αναπτύχθηκαν, κυρίως από τον 9ο έως τον 13ο αιώνα μ.Χ. και τελικά οδηγήθηκε σε παρακμή. Συνέχεια, συναντά κανείς, κατευθυνόμενος προς Ανατολάς, το φρούριο της βυζαντινής Ξάνθειας. Πρόκειται για ένα φυσικό οχυρό σε λόφο δίπλα στην πόλη της Ξάνθης με προφανή στόχο την προστασία των ορεινών διόδων της Ροδόπης, που οδηγούν στη εύφορη πεδιάδα του Νέστου. Το οχυρό αυτό απέκτησε μεγάλη σημασία κατά την διάρκεια των εμφυλίων πολέμων της δυναστείας των Παλαιολόγων, που ταλάνισαν και αδυνάτισαν επικίνδυνα της ισχύ της κραταιάς αυτοκρατορίας. Στην ίδια ευρύτερη περιοχή υπάρχουν και άλλες μικρότερες βυζαντινές οχυρώσεις, όπως κοντά στο χωριό Γλαύκη και στο χωριό Κομνηνά.
Ειδικότερα, στα βόρεια του χωριού Νεοχώρι, σε απόσταση 9 χλμ και 4 χλμ από το χωριό Καλύβα, βρίσκεται σε οχυρότατη θέση που ελέγχει ένα μεγάλο μέρος του ρου του Νέστου, το φρούριο της ελληνιστικής και ρωμαϊκής εποχής με την ονομασία Καλύβα. Έχει περίμετρο 245 μ. και διαθέτει έξι πύργους, τετραγωνικούς και κυκλικούς. Επίσης, έχει δεξαμενή βάθους 12 μ. Το φρούριο αυτό χτίσθηκε από τον Φίλιππο τον Β’ περί το 340 π.Χ. και χρησιμοποιήθηκε κατόπιν και από τους Βυζαντινούς.
Αμέσως μετά, είναι η οχυρή τοποθεσία της Αναστασιούπολης-Περιθεωρίου λίγο μετά την σημερινή κωμόπολη Ίασμος και νότια του χωριού Αμαξάδες, μεταξύ Ξάνθης και Κομοτηνής. Το κάστρο που βρίσκεται μέσα σε οργιώδη βλάστηση σήμερα, έχει περίμετρο πολυγωνική και διασώζονται ορισμένοι πύργοι του, ενώ εκατέρωθεν της τοξωτής του πύλης, υπάρχουν εγχάρακτα σε λίθους μονογράμματα των Παλαιολόγων.
Το οχυρό αυτό, που υπήρχε από τα χρόνια της ρωμαιοκρατίας, ήλεγχε την Εγνατία και στα ρωμαϊκά χρονικά αναφέρονταν ως σταθμός του Διομήδη, γιατί κατά την παράδοση της αρχαιότητας, εκεί ήταν τα βοσκοτόπια με τα άγρια άλογα του Διομήδη. Και για το κάστρο αυτό, κάνει αναφορά ο ιστορικός Προκόπιος, που αποδίδει την ονομασία Αναστασιούπολη στον αυτοκράτορα του Βυζαντίνου Αναστάσιο. Η πόλη υπέστη πολλές καταστροφές από τους Βούλγαρους επιδρομείς του Ιωαννίτζη, ενώ όταν το 1341 ο Ανδρόνικος Γ’ Παλαιολόγος ανακατασκεύασε το κάστρο, του έδωσε τη νέα ονομασία Περιθεώριον. Φονικές μάχες έγιναν εδώ και στην εποχή των Σταυροφόρων.
Επόμενη οχυρωμένη τοποθεσία βαδίζοντας ανατολικά, είναι της Μαξιμιανούπολης-Μοσυνούπολης, που δεσπόζει στον κάμπο της Κομοτηνής. Εδώ μιλάμε για αρχαία πόλη, που ονομάζονταν Πεσούλαι, επί Ρωμαίων έγινε Μαξιμιανούπολη και επί Βυζαντινών Μοσυνούπολη. Όταν οι οθωμανοί κατέλαβαν την Θράκη, μετονομάσθηκε σε Μεσινέ Καλέ. Το κάστρο αυτό είχε χρησιμοποιήσει πολλές φορές ο Βασίλειος Βουλγαροκτόνος, όταν έκανε τις εκστρατείες του εναντίον των Βουλγάρων.
Πάντως και αυτό το οχυρό καταστράφηκε επί Ιωαννίτζη. Το 1343 όταν στρατοπέδευσε εκεί ο Ιωάννης Καντακουζηνός ΣΤ” το είχε βρει κατεστραμμένο.Το κάστρο αυτό το 1204 είχε παραχωρηθεί στον Γοδεφρείδο Βιλεαρδουίνο. Εδώ, αναφέρεται ότι είχε τραυματισθεί στο χέρι ελαφρά ο Βονιφάτιος ο Μομφερατικός, σε μια αψιμαχία του με Βούλγαρους. Στο κέντρο του νομού Ροδόπης βρίσκεται η σημερινή πρωτεύουσα Κομοτηνή.
Η Κομοτηνή ήταν αρχικά σταθμός της Εγνατίας Οδού. Από τα οχυρωματικά της έργα, βυζαντινά κυρίως, σώζεται ένα τετράπλευρος οχυρωματικός περίβολος, θεωρούμενος κτίσμα του Θεοδοσίου του Α’ (379-395). Την Κομοτηνή μνημονεύει ο Ιωάννης Καντακουζηνός ΣΤ’ με το βυζαντινό της όνομα γράφοντας “Κουμουτζηνά, πόλισμα της Θράκης ου πολύ απωκισμένον της θαλάσσης”. Οι οθωμανοί της κατέλαβαν το 1363. Η Γρατινή, χωριό στα μέσα του ορεινού όγκου της Ροδόπης, βορειοανατολικά της Κομοτηνής, είναι μια κωμόπολη η οποία στα χρόνια της βυζαντινής αυτοκρατορίας διέθετε ισχυρό φρούριο, γνωστό ως Γρατιανούπολη. Από αυτό διασώζονται σήμερα ίχνη του οχυρωματικού περιβόλου και μια μεγάλη δεξαμενή νερού.
Η Γρατιανούπολη απέκτησε στρατηγική σημασία όταν καταστράφηκε η Μαξιμιανούπολη – Μοσυνούπολη και ειδικότερα επί Ματθαίου Καντακουζηνού, τον οποίο ο πατέρας του Ιωάννης ΣΤ’ έχρισε τοπάρχη (1341-1354). Φύσει οχυρή η Γρατιανούπολη, αναφέρεται από τον Ιωάννη Καντακουζηνό, ο οποίος έγραψε: “Την Γρατιανού πόλιν επολιόρκει ούσαν ου μεγάλην, οχυροτάτην δε εκ της φύσεως του τόπου και των τειχών της κατασκευής”.
Νότια της Κομοτηνής, πραγματικό επίνειό της, υπάρχει η Μαρώνεια, αρχαία θρακική πόλη, κοιτίδα του βασιλείου του θρακικού φύλου των μεγαλόσωμων Κικόνων. Ο βασιλιάς και γενάρχης της ο Μάρων, πρόσφερε κατά τον Όμηρο άκρατον οίνο στον Οδυσσέα, όταν επέστρεφε από την Τροία. Τα τείχη της που αναπτύχθηκαν περισσότερο κατά την βυζαντινή εποχή, κατέβαιναν ως την θάλασσα, προστατεύοντας το στρατηγικο της λιμάνι, το οποίο δέσποζε στο θρακικό πέλαγος.
Σήμερα σώζονται στον οικισμό του Αγίου Χαραλάμπους, πύργοι τετράγωνοι και κυκλικοί και το προτείχισμα της βυζαντινής οχύρωσης. Ψηλά στο βουνό Ίσμαρος εξάλλου, στην τοποθεσία Άγιος Γεώργιος, είναι χτισμένη ακρόπολη με κυκλώπεια τείχη, όπως φαίνεται από τα υπολείμματα που διασώθηκαν ως τις ημέρες μας. Το φρούριο αυτό έχει περίμετρο 1330 μ. Ήταν οχυρό των κλασσικών και των βυζαντινών χρόνων. Πιστεύεται ότι στην ακρόπολη αυτή ήταν η πόλη των Κικόνων, η Ισμάρα, την οποία ίδρυσε ο βασιλιάς και ιερέας του Απόλλωνα Μάρων, ο πρώτος οικιστής της Μαρώνειας.
Στην Μαρώνεια εκτός όλων των άλλων, σώζεται και εξαιρετικό αρχαίο θέατρο. Μικρότερης σημασίας οχυρώσεις προστάτευαν την Μάκρη 10 χλμ. Δυτικά της Αλεξανδρούπολης, παραθαλάσσια και την Τραϊανούπολη, βορειότερα της Αλεξανδρούπολης.
Η Τραϊανούπολη, αρχικά ρωμαϊκή πόλη με ιαματικά λουτρά διέθετε οχύρωση με επάλξεις, από την οποία διασώζονται ελάχιστα ίχνη. Την πόλη αναφέρει ο βυζαντινός ιστορικός Νικηφόρος Βρυέννιος. Εκεί σώζεται η περίφημη Χάνα, ένα επίμηκες καμαροσκέπαστο κτίσμα. Η Χάνα ήταν ξενώνας για την διαμονή ταξιδιωτών, αλλά και ασθενών που προσέρχονταν εκεί για ιαματικά λουτρά. Ποικίλα οχυρωματικά έργα, κατασκευασμένα από τους Κατελούζους της Γένοβας, υπάρχουν και στο μοναδικό θρακικό νησί την Σαμοθράκη.
Μετά την Τραϊανούπολη και προς τον Βορρά επί του βασικού οδικού άξονα, συναντά κανείς τις Φέρες. Η περίπτωση των Φερών αποτελεί μια εξαιρετικά χαρακτηριστική περίπτωση μοναστηριακής οχύρωσης.Στο μέρος αυτό, ο αυτοκράτορας Ισαάκιος Κομνηνός ίδρυσε την μονή της Κοσμοσώτειρας και έγραψε μάλιστα και το τυπικόν της μονής, μέσα από το οποίο αντλούμε σήμερα σημαντικές πληροφορίες περί της αρχιτεκτονικής του ναού και των οικοδομικών παρακολουθημάτων του και περί των λειτουργιών το μοναστηριού.Το Καθολικόν της Μονης διασώζεται και αποτελεί πλέον εδώ και λίγα χρόνια με προεδρικό διάταγμα, προσκυνηματικό κέντρο των απανταχού Θρακών.Το μοναστήρι που δέσποζε σε μια απέραντη εύφορη πεδιάδα στο κάτω ρου του ποταμού Έβρου, προστατεύονταν από οχυρωματικό περίβολο, από τον οποίο διασώζονται δύο πύργοι στο νότιο μέρος του.Εντυπωσιακά τμήματα του ναού, είναι οι τοιχογραφίες των λεγόμενων στρατιωτικών αγίων, αγίων δηλαδή με στρατιωτικές στολές και οπλισμό, που οι βυζαντολόγοι, τους έχον ταυτίσει με πρόσωπα της οικογένειας των Κομνηνών. Τα ξίφη, τα δόρατα και οι θώρακες τω αγίων αυτών, μας δίνουν σήμερα μια εικόνα του οπλισμού των βυζαντινών αξιωματούχων των μέσων του 12ου αιώνα.
Το σημαντικότερο κάστρο στην σημερινή (ελληνική) Θράκη είναι του Διδυμοτείχου. Βρίσκεται στο μέσον περίπου του “κάθετου” στο χάρτη νομού Έβρου (και του μοναδικού με αρσενική ονομασία, “ο Έβρος”) ελέγχει τη συμβολή δύο ποταμών (του Ερυθροπόταμου στο σημείο που εκβάλει στον Έβρο) και έχει δεύτερη στρατηγική στήριξη από παρακείμενο λόφο στην ίδια περιοχή, επί του οποίου υπήρχε η ρωμαϊκή πόλη Πλωτινούπολη, την οποία ίδρυσε ο Ρωμαίος αυτοκράτορας Τραϊανός (117-98 π.Χ.). Τα δείγματα του τρόπου οικοδόμησης των τειχών, μαρτυρούν ύπαρξη κάστρου πολύ προ των βυζαντινών χρόνων.Κατά τον ιστορικό Προκόπιο, τα τείχη του Διδυμοτείχου ανακατασκευάσθηκαν και ενισχύθηκαν επί Ιουστινιανού. Τα ίδια τείχη ενισχύθηκαν αργότερα και επί Κωνσταντίνου Ε’ το 751. Όπως και το 1303, που τα τείχη ενισχύθηκαν σημαντικά από τον πρωτομάστορα Κωνσταντίνο Ταρχανειώτη.
Το Διδυμότειχο είχε αποκτήσει φήμη τόπου εξορίας και φυλακής των συνωμοτών του Βυζαντίου, αλλά ταυτόχρονα αποτελούσε ισχυρό αμυντικό προγεφύρωμα, για όσους επιβουλεύονταν την Κωνσταντινούπολη. Γι’ αυτόν ακριβώς τον λόγο το κάστρο αυτό δοκιμάσθηκε από πολύχρονες και σκληρές πολιορκίες και κατά καιρούς υπέστη φοβερές καταστροφές, όπως από τον Βούλγαρο βασιλιά Κρούμο το 813-814, αλλά και από τους Σταυροφόρους, που τελικά το κατέλαβαν.
Το κάστρο πολιορκήθηκε στην πρώτη Σταυροφορία το 1189 από τα στρατεύματα του Γερμανού αυτοκράτορα Φρειδερίκου Μπαρμπαρόσα υπό την διοίκηση του δούκα Φρειδερίκου της Σβάμπ. Όταν κατά την 4η Σταυροφορία έπεσε η Βυζαντινή αυτοκρατορία, το Διδυμότειχο είχε καταλάβει ο Βονιφάτιος Μομφερατικός.Αργότερα πέρασε στην κυριαρχία του Γοδεφρείδου Βιλεαρδουίνου και αργότερα του κόμη Ούγο ντε Σαιν Πωλ. Το 1206 όμως υπέστη μεγάλες καταστροφές από τον τσάρο των Βουλγάρων Ιωαννίτζη. Το 1237 πάντως οι Κουμάνοι επιδρομείς, που είχαν ερημώσει τη Θράκη δεν είχαν κατορθώσει να καταλάβουν το Διδυμότειχο.
Όταν ξέσπασε ο πολυετής εμφύλιος πόλεμος (1321-1354) στο Βυζάντιο το Διδυμότειχο κατέστη πρωτεύουσα της Αυτοκρατορίας από τον αυτοκράτορα Ανδρόνικο Παλαιολόγο Γ’ που είχε εξεγερθεί εναντίον του παππού του Ανδρόνικου Παλαιολόγου Β’.Το 1341, στο Διδυμότειχο στέφεται αυτοκράτορας ο Ιωάννης Καντακουζηνός ΣΤ’. Το 1346 ο Καντακουζηνός για να επιτύχει την συμμαχία των Τούρκων δίνει ως σύζυγο την 13χρονη κόρη του πριγκίπισσα Θεοδώρα στον υπέργηρο σουλτάνο Ορχάν στην Σηλυβρία.Τελικά, ανάμεσα στο 1357-1360 το Διδυμότειχο πέφτει στα χέρια των Τούρκων και απελευθερώνεται το 1920!
Το περίφημο αυτό κάστρο, που συντηρήθηκε ανεπαρκώς από τους οθωμανούς κατακτητές, υπέστη μεγάλες καταστροφές από ποικίλους επιδρομείς κατά τα βυζαντινά κα μεταβυζαντινά χρόνια, αλλά και από τους Ρώσους, που κατέλαβαν το Διδυμότειχο στους δύο νικηφόρους γι’ αυτούς ρωσοτουρκικούς πολέμους το 1829 και το 1878.
Το κάστρο των Διδύμων Τειχών, συνοδεύεται με θρύλους, όπως αυτός με τις Σαράντα Κάμαρες, που βρίσκονται σε δαιδαλώδη διάταξη μέσα στον βράχο πάνω στον οποίο είναι κτισμένο στο κάστρο. Στην πραγματικότητα, το κάστρο διαθέτει δεκάδες λαξευτών σπηλαίων, που χρησιμοποιούνταν ως αποθήκες ή δεξαμενές νερού ή καταφύγια.Ένας άλλος θρύλος θέλει, το άπαρτο κάστρο του Διδυμοτείχου να πέφτει στους Τούρκους από “μπαμπεσιά” και την υπεύθυνη “βασιλοπούλα” να πέφτει από τον γωνιακό νοτιοανατολικό πύργο με το άσπρο άλογό της και να αυτοκτονεί.Και ο άρχοντας πατέρας της, που ήταν έξω από το φρούριο σε κυνήγι όταν άκουσε το μαντάτο της κατάληψης του Διδυμοτείχου, αναφώνησε: “Για να το πιστέψω, πρέπει αυτές οι κότες που μαγειρεύουμε εδώ,να σηκωθούν και να λαλήσουν”. Και ως του θαύματος, οι μαγειρεμένες κότες, ζωντάνεψαν. Και εις ανάμνηση, η τοποθεσία, με ένα παρεκκλήσι σήμερα του Αγίου Βλασίου, ονομάσθηκε στα τουρκικά “Ταούκ Γκεμέζ” δηλαδή, που οι κότες που τελικά δεν τις έφαγαν!Οι θρύλοι της περιοχής κάνουν λόγο για “σαράντα κάμερες” που είναι λαξευμένς μέσα στον βράχο και η ύπαρξή τους συνδυάζεται με κρυμμένους βασιλικούς θησαυρούς.
Το κάστρο του Πυθίου (του βυζαντινού Εμπυθίου) βρίσκεται 16 χλμ βορειότερα του Διδυμοτείχου, κοντά στην σιδηροδρομική γέφυρα, που εισέρχεται από το ελληνικό, στο τουρκικό έδφος.Κτίσθηκε από το 1331 έως το 1341 από τον Ιωάννη Καντακουζηνό ΣΤ’, ο οποίος το χρησιμοποιούσε για να ελέγχει τις στρατηγικές διαβάσεις της κοιλάδας του ποταμού Έβρου. Τότε ο μεγάλος αυτός ποταμός ήταν πλωτός σχεδόν έως την Φιλιππούπολη και αποτελούσε την κύρια εμπορική αρτηρία από βορρά προς νότο.Ουσιαστικά από το μικρό σε έκταση, αλλά κραταιό οχύρο, σώζονται σήμερα δύο μεγάλοι πύργοι και κάποια στοιχεία του οχυρωματικού περιβόλου του. Το φρούριο αυτό, καταλήφθηκε από τους οθωμανούς το 1361, οι οποίοι το χρησιμοποίησαν και ως ορμητήριο για τις επιχειρήσεις τους εναντίον του Διδυμοτείχου.
Κατά τον 14ο αιώνα η βυζαντινή στρατιωτική οργάνωση της κοιλάδας του Έβρου στηριζόταν σε μια σειρά οχυρωματικών έργων ποικίλου προορισμού Στη δυτική άκρη της πεδιάδας που εκτείνεται γύρω από τις εκβολές του ποταμού, βρίσκεται η Μάκρη, μικρό κάστρο στα πρώτα υψώματα της Ροδόπης πολύ κοντά στη θάλασσα, με αγροτικές εγκαταστάσεις σκορπισμένες γύρω του . Η οχύρωση της είναι έργο του 9ου ή του 10ου αιώνα. Δεν έχει διευκρινισθεί αν ο οικισμός και το κάστρο ήταν σε χρήση κατά την υστεροβυζαντινή περίοδο και ποιος ακριβώς ήταν ο ρόλος τους.
Στην ανατολική όχθη των εκβολών του Έβρου η Αίνος, πανάρχαιο λιμάνι με ισχυρό κάστρο, που επισκευαζόταν συνεχώς μέχρι την Οθωμανική κατάκτηση (1456), στην εξουσία των Γκαττιλούζι από το 1384, δεν φαίνεται να διεδραμάτισε σημαντικό ρόλο στις τύχες του Έβρου κατά την περίοδο αυτή .
Σε μικρή απόσταση από το Δέλτα, στα δυτικά, στα πρώτα υψώματα δίπλα στην πεδιάδα, υπάρχουν τα κάστρα του Αβαντα και του Ποταμού . Και τα δυο επιτηρούσαν τον κάμπο και ήλεγχαν τις διόδους προς την πεδιάδα της Κομοτηνής και προς το εσωτερικό του όγκου της Ροδόπης. Το πρώτο ίσως ήταν συγχρόνως και καταφύγιο ορισμένων γειτονικών αγροτικών πληθυσμών, ενώ το δεύτερο ίσως ήταν συγχρόνως και καταφύγιο κάποιου φεουδάρχη. Και τα δυο έργα χρονολογούνται στο β’ μισό του 13ου αιώνα ή στο α’ μισό του 14ου και υψώνονται δίπλα σε ρεματιές, πάνω σε λόφους με απότομες πλαγιές που σχεδόν δεν έχουν ανάγκη οχυρώσεως. Το κάστρο του Άβαντα διαμορφώνεται από ένα απλό εγκάρσιο τείχος που αποκόπτει την πρόσβαση στην πλαγιά και στην κορυφή του λόφου. Στον Ποταμό έχουμε να κάνουμε με τρεις πύργους που σχηματίζουν εσωτερικό περίβολο περιβαλλόμενο από ευρύτερο εξωτερικό.
Στο Αμμόβουνο υπήρχε ένα ακόμη κάστρο, από το οποίο δεν έχει εντοπισθεί μέχρι σήμερα κανένα λείψανο . Οι τουρκικές πηγές το αναφέρουν ως Simavuna ή Samawna. Είναι πιο πολύ γνωστό γιατί υπήρξε η γενέτειρα του περίφημου σεΐχη Μαχμούτ Μπεντρεττίν . Γιος του Γκαζή Ισραήλ, ενός από τους διακεκριμένους κατακτητές του Βορείου Έβρου, και χριστιανής μάνας, θυγατέρας του φρουράρχου ενός άλλου γειτονικού βυζαντινού κάστρου, σπουδασμένος σε όλο τον ισλαμικό κόσμο της Εγγύς Ανατολής, ετερόδοξος μουσουλμάνος, κοινωνικός μεταρρυθμιστής, επαναστάτης στη Βόρεια Θράκη κατά του σουλτάνου και της σουνιτικής ορθοδοξίας. Ηττήθηκε, αιχμαλωτίστηκε και εκτελέστηκε εν τέλει στα Σέρρας (1420), όπου και ετάφη.
Λίγο βορειότερα, στη θέση ακριβώς του σημερινού Ορμένιου, βρισκόταν το κάστρο του Τζερνομιάνου, στην αρχή μια σημαντική στρατιωτική εγκατάσταση και στη συνέχεια πυρήνας ενός μικρού οικισμού . Θεμέλια και ασήμαντα λείψανα σώθηκαν από το κάστρο αυτό, που υψωνόταν, όπως ακριβώς και το κάστρο του Πυθίου, στην άκρη ενός υψώματος πάνω στην πεδιάδα. Μπροστά του, έγινε το 1371 η φονική μάχη μεταξύ Τουρκικών και χριστιανικών δυνάμεων με επικεφαλής τον Σέρβο δεσπότη των Σερρών, Ιωάννη Ούγκλεση. Η νίκη των Τούρκων άνοιξε το δρόμο της οριστικής επικρατήσεώς τους στα Βαλκάνια . Είναι πια κοινά αποδεκτό ότι πριν περάσει μια γενιά από τη μέρα που αυτοί πάτησαν το πόδι τους στην Ευρώπη (συμβατικά το έτος 1354 – πτώση Καλλιπόλεως) ολοκλήρωσαν την κατάκτηση της Θράκης και πριν περάσουν δυο γενιές η εξουσία τους επεκτάθηκε μέχρι το Δούναβη. Μέσα σε ένα απίστευτα μικρό χρονικό διάστημα πρώτα οι γκαζήδες, οι μπαμπάδες και οι ανεξάρτητοι τούρκοι πολεμιστές/έποικοι και κατόπιν οι δυνάμεις των οθωμανών σουλτάνων επέτυχαν ό,τι δεν κατάφεραν οι εμπειροπόλεμοι, συντεταγμένοι, σιδερόφρακτοι ιππότες της Τέταρτης Σταυροφορίας.
Τα κάστρα της άλλης Θράκης
Κάστρα μεγάλα και φημισμένα, υπήρχαν και στην υπόλοιπη Θράκη, στο μεγαλύτερο μέρος της δηλαδή, που δεν ανήκει τώρα στην Ελλάδα, αλλά στην Τουρκία και την Βουλγαρία.
Το κάστρο της Αδριανούπολης, ήταν πάντα το σημαντικότερο και στρατηγικότερο στον χώρο της ενιαίας Θράκης. Όταν οι Τούρκοι το κατέλαβαν, χρησιμοποίησαν την πόλη σαν πρωτεύουσά τους. Ανάλογης μεγάλης σημασίας ήταν και το κάστρο της Φιλιππούπολης.Στο Σαμάκοβο της Ανατολικής Θράκης υπήρχε κάστρο στην περιοχή Κροβύζων, το ονομαστό κάστρο της Μουριάς, γιατί είχε φυτρώσει μια μουριά μπροστά στην κεντρική του πύλη.
Στην ίδια περιφέρεια υπήρχαν και πολλά άλλα κάστρα όπως της Θυνιάδας, Πλιάτσας, Βεζιργιένης, Μήδειας κλπ. Στην περιοχή Σαράντα Εκκλησιών υπήρχε το κάστρο της κωμόπολης Σκοπέλου. Μια παράδοση μάλιστα της περιοχής ανέφερε, ότι το κάστρο διέθετε υπόγεια σήραγγα, που έφτανε έως την Αδριανούπολη. Ο Ιωάννης Καντακουζηνός ο ΣΤ’ αναφέρει για το κάστρο αυτό: Αξιόλογός εστί δια το αχαίον αυτού φρούριον εξ ού καταδεικνύεται οίαν το πάλαι κατείχε θέσιν”.Εκεί κοντά υπήχαν και τα κάστρα Γιούνταλα Καλεσί, Κετσή Χισάρ Καλεσί.Στην περιοχή Στενημάχου στην Βόρεια Θράκη, περίπου 50 χλμ νότια της Φιλιππούπολης υπήρχαν τέσσερα κάστρα με γνωστότερο το κάστρο της Αναθεματίστρας.Η ίδια η Στενήμαχος είχε δικό της κάστρο με βυζαντινή εκκλησία, η οποία κατά την παράδοση ονομάζονταν Παναγία του Καλέ και είναι γνωστή ως Παναγία η Πετριτζονίτισσα.
Σημαντικό ήταν και το κάστρο της Βιζύης, πατρίδας του μεγάλου λογοτέχνη Γεώργιου Βιζυηνού. Πληροφορίες για την κατάσταση του κάστρου της το 1866, μας δίνει ο εκπαιδευτικός Σάββας Ιωαννίδης, σε μια σωζόμενη χειρόγραφη μελέτη του.”Η Βιζύη – γράφει ο Ιωαννίδης – εκτισμένη επί αποτόμου αυχένος πάντοθέν εστιν απρόσβλητος, πλην της προς βορράν θέσεως, ούτος δεν πεδινός εστί”. Και προσθέτει ότι “τα τείχη αυτής προς Β. μεν ου προ πολλού κατηδαφίσθησαν και μέρος των λίθων προ 80 ετών εχρησίμευσαν εις την οικοδομήν της εν Λουλέ Βουργάζ. (Αρκαδιουπόλεως) οδού ε και γεφύρας. Το προς Δ. δε και Ν.τείχνος διατηρεί πολλά αυτού μέρη εξαίσιον το κάλλος εχόντων την τειχοδομίαν Αλεξανδρινής εποχής. Και το μεν μήκος από Β. προς Ν. εστί χιλίων βημάτων, το δε πλάτος 600. Και προς Β. διατηρείται η πύλη της Ακροπόλεως αυτής και τινες περί αυτήν πύργοι.Μετά δε τούτοις είναι ο ναός (νυν τζαμίον) της Αγίας Σοφίας Βυζαντινής τέχνης, σταυροειδής εν συνόλω δείκνυσι τέχνην της 10-11ης εκατονταετηρίδος, η έσωθεν όμως διαίρεσις προδίδει αρχαιοτέραν εποχήν”.Σε άλλο σημείο της μελέτης του μας πληροφορεί: “Όλη η πόλις έχει τρεις πύλας” και ότι “έξωθεν δε του τείχους και προς Δ. ίστανται 2-3 πύργοι προστατευόντες επί του ύδατος ού η πηγή εστίν εξ ης διανέμεται το ύδωρ καθ’ άπασαν την εντός του τείχους και εκτός πόλιν”.
πηγή http://alex.eled.duth.gr/Htmlfiles/xronos/athan/kastra/kastra.htm