Όταν η Θράκη γέννησε τη μουσική
Όταν ο Ωκεανός παντρεύτηκε την Παρθενόπη απέκτησε δύο κόρες: την Ευρώπη και τη Θράκη.Στ’ αρχαία χρόνια, όταν η μουσική ήταν συνώνυμη με την ιερότητα και το μυστήριο, η Θράκη έμελε να φιλοξενήσει, στους όμορφους τόπους της, τους πρώτους και σημαντικότερους έλληνες μουσικούς και υμνωδούς.Η Δήλος μπορεί να έδωσε καταφύγιο στη γέννηση του θεού της μουσικής και να έγινε το αγαπημένο νησί του Απόλλωνα, την τέχνη του όμως αυτός θέλησε να την παραδώσει σε ένα παιδί της Θράκης, τον ΟΡΦΕΑ.Ο μύθος λέει πως ο Απόλλωνας στον Ορφέα χάρισε τόσο την απαράμιλλη τέχνη του στο παίξιμο της λύρας όσο και μαντικές δυνάμεις. Του έδωσε ακόμα και την πεντάχορδη λύρα του (το όργανο που εφηύρε ο Ερμής, απ’ τον οποίο και το πήρε ως δώρο ο Απόλλωνας), στην οποία αργότερα ο Ορφέας πρόσθεσε δύο ακόμα χορδές.
Γιος του πρίγκιπα της Θράκης Οίαγρου και της Μούσας Καλλιόπης, προστάτιδας της Επικής Ποίησης, ο Ορφέας υπήρξε ο πρώτος και ο μεγαλύτερος σε ικανότητα και τέχνη μουσικός. Με δασκάλες τις Mούσες, το παίξιμο και η φωνή του μάγευε ανθρώπους και ζώα, ημέρευε ακόμα και τους “θυμούς” της φύσης και μετακινούσε μέχρι και τα βουνά και τα δέντρα.Με τη σαγίνη της μουσικής του μάγεψε και την Ευρυδίκη κι αυτός μαγεμένος απ’ τη δική της ομορφιά αποφάσισε σύντομα να την κάνει γυναίκα του. Οι μοίρες όμως άλλα είχαν ορίσει για τη ζωή τους. Λίγες μέρες μόλις μετά το γάμο τους, μια οχιά δάγκωσε την όμοφη κοπέλα και την έστειλε στον κρύο κόσμο του Πλούτωνα. Ο Ορφέας, μη μπορώντας να αντέξει το χαμό της αγαπημένης του, αποφασίζει να κατέβει στον άδη, για να την πάρει.
Στο παίξιμο της λύρας του, που κάποτε ακινητοποίησε τις συμπληγάδες πέτρες, δίνοντας την ευκαιρία να περάσουν ανάμεσά τους τα πλοία των αργοναυτών και νάρκωσε τον δράκοντα της Κολχίδας, που φυλούσε το “χρυσόμαλλο δέρας”, ούτε ο Άδης μπορούσε να αντισταθεί. Ο φύλακας Κέρβερος χαλάρωσε στους θελκτικούς ήχους των χορδών και της φωνής του Ορφέα, ο Τάνταλος ξέχασε τη δίψα του, οι Ερινύες δάκρυσαν κι ο Πλούτωνας με την Περσεφόνη τόσο που συγκινήθηκαν ώστε του έδωσαν την άδειά τους να πάρει μαζί του την Ευρυδίκη και να γυρίσουν οι δυο τους στον πάνω κόσμο, στη ζωή. Υπό έναν όμως όρο. Μέχρι να φτάσουν στον πάνω κόσμο, ο Ορφέας δεν έπρεπε να γυρίσει να αντικρίσει την Ευρυδίκη. Οι πύλες του Άδη άνοιξαν, μα πριν ακόμα προλάβουν να τις διαβούν, ο Ορφέας, απ’ τη μεγάλη του επιθυμία να αντικρίσει την αγαπημένη του, παραβίασε τον όρο, με αποτέλεσμα η Ευρυδίκη να μείνει για πάντα πλέον στον κόσμο των νεκρών.
Ο Ορφέας από τότε, τόσο που μελαγχόλησε, ώστε αδυνατώντας να φανταστεί τη ζωή του με άλλη γυναίκα, απέκτησε ακόμα και μίσος για τις γυναίκες. Ο μύθος λέει, λοιπόν, πως οι γυναίκες της Θράκης, όπου και ζούσε, προσβεβλημένες από τη συμπεριφορά του αυτή, τον σκότωσαν διαμελίζοντάς τον, συνεπαρμένες από το βακχικό πνεύμα, σε μια απ’ τις διονυσιακές τελετές (που τελούνταν, ως επί το πλείστον, στη Θράκη, στον τόπο απ’ όπου και γεννήθηκαν). Άλλοι πάλι λένε πως ο λόγος που τον διαμέλισαν οι γυναίκες των θρακών ήταν γιατί τις απέκλεισε από τα μυστήρια που ίδρυσε (τα ορφικά). Αντιθέτως τόσο οι γυναίκες όσο και οι δούλοι, δύο κατηγορίες μειονοτικές στα αρχαία χρόνια, είχαν το δικαίωμα και μάλιστα το κατεξοχήν δικαίωμα να λαμβάνουν μέρος στις διονυσιακές τελετές). Άλλοι επίσης λένε πως ο θεός Διόνυσος ήταν αυτός που διέταξε τις “Βάκχες” ή “Μαινάδες” ή “Θυιάδες”, δηλαδή τις γυναίκες που έπαιρναν μέρος στους θιάσους των Διονυσιακών τελετών, γνωστές στη Θράκη ως “Βασσάρες” ή “Βασσαρίδες”, να τον κατακομματιάσουν, επειδή περιφρονούσε τα μυστήριά του [καθώς ο ορφισμός καλούσε τον κόσμο σε μια ηθική ζωή, ενισχύοντας μέσα από νηστείες, αποχή από ζωικές τροφές και θρησκευτικούς καθραμούς, το “θεϊκό” στοιχείο του ανθρώπου σε βάρος της τιτανικής φύσης του (δηλαδή των ζωικών, σωματικών του επιθυμιών), σε αντίθεση με την διονυσιακή λατρεία, στην οποία κυριαρχούσε η ωμοφαγία και η βακχική έκσταση στα διονυσιακά “όργια” (όργιο= θρησκευτική τελετή, έργο ιερό) που “έφερνε”, σύμφωνα με τις θιασώτες του Διονύσου, “το θεό μέσα στον άνθρωπο”]. Κάποιες ακόμα εκδοχές σχετικά με το θάνατό του είναι πως αυτός οφείλεται στο Δία, ο οποίος τον σκότωσε με κεραυνό, γιατί αποκάλυπτε στον κόσμο, μέσα από τα μυστήριά του, μεταφυσικές αλήθειες ή ο ίδιος αυτοκτόνησε, μην μπορώντας να αντέξει τον οριστικό πλέον χαμό της Ευρυδίκης.
Σύμφωνα πάντως με την κρατούσα θέση του κατακερματισμού του από τις “μαινάδες”, τα κομμάτια του σώματός του, λέει ο μύθος, τα πέταξαν στον Έβρο μαζί με τη λύρα του. Όταν το κεφάλι του ήρθε σε επαφή με τη λύρα του, μας λέει ο Λουκιανός, στο ποτάμι, αυτή άρχισε να βγάζει πένθιμους ήχους. Οι Μούσες μάζεψαν τα μέρη του σώματός του και έθαψαν το κεφάλι του στο νησί της Σαπφούς και του Αλκαίου, στη Λέσβο (στο μέρος: “Αντισσα”), όπου το ξέβρασε το κύμα και το υπόλοιπο σώμα του στους πρόποδες του Ολύμπου, όπου η παράδοση λέει πως στο σημείο εκείνο τ’ αηδόνια κελαηδούν πιο γλυκά από οπουδήποτε αλλού. Μετά από θερμή παράκληση του Απόλλωνα και των Μουσών, τη λύρα του την τοποθέτησε ο Δίας ανάμεσα στα άστρα.
Τη λύρα του Ορφέα, οι Νύμφες την πήραν και την παρέδωσαν σε έναν άλλο σπουδαίο μουσικό, γέννημα της Θράκης, στον ΜΟΥΣΑΙΟ, που σημαίνει το όνομά του: άνθρωπος των Μουσών.
Γιος του Αντίφημου και της Σελήνης, αναφέρεται στις παραδόσεις και ως μαθητής του Ορφέα. Ήταν εκτός από μουσικός, ιερέας και μάντης. Όπως παρατηρούμε το στοιχείο της μαντικής, ήδη από τον Απόλλωνα και στη συνέχεια τον Ορφέα, συνοδεύει τη μουσική.Με τη μουσική του, ο Μουσαίος θεράπευε ακόμα και αρρώστους. Έγραψε πολλούς ύμνους ενώ σε αυτόν αποδίδεται η επινόηση του δακτυλικού εξάμετρου στην ποίηση.Είχε επίσης συμβάλλει δυναμικά στην ίδρυση των ελευσινίων μυστηρίων.Σύζυγός του ήταν η Ελευσίνια Διηόπη, με την οποία απέκτησε ένα γιο, έναν άλλο μεγάλο αρχαίο μουσικό, τον ΕΥΜΟΛΠΟ, γεννάρχη του γένους των ευμελπίδων.
Άλλος ένας μυθικός μουσικός της Θράκης υπήρξε ο ΘΑΜΥΡΙΣ. Γιος του Φιλάμμωνα (ο οποίος ήταν γιος του Απόλλωνα και ιδρυτής μυστικών λατρειών, όπως της Λέρνας) και της νύμφης Αγριόπης, κατά τον Παυσανία, ή κατ’ άλλους γιος του Αθλίου ή της Μούσας Μελπομένης, προστάτιδας της Τραγωδίας ή της Μούσας Ερατούς, προστάτιδας της Ερωτικής Ποίησης, ο Θάμυρις είχε μια δυσάρεστη ιστορία.
Ο Παυσανίας μας λέει πως σπουδαίος μουσικός καθώς ήταν αλλά και πολύ ωραίος στη μορφή, καυχήθηκε μια μέρα πως ξεπερνούσε σε ικανότητα κι αυτές ακόμα τις Μούσες. Οι Μούσες, για να τον εκδικηθούν, εξοργισμένες από την οίηση, τον κάλεσαν σε αγώνα μουσικό. Στον αγώνα, οι Μούσες νίκησαν και ως τιμωρία στον Θάμυρη για την βλασφημία και την υπερηφάνειά του, τον καταδίκασαν σε τύφλωση και του αφαίρεσαν τις μουσικές του ικανότητες. Ο Θάμυρις, μην μπορώντας πλέον να παίξει, πέταξε τη λύρα του βόρεια της αρχαίας Μεσσήνης, στο ρέμα της Βαλύρας (ονομάστηκε έτσι γιατί στα νερά του ο Θάμυρις πέταξε (έβαλε) τη λύρα του).
Το όνομα των θρακών είναι συνδεδεμένο από τα πανάρχαια χρόνια με την τέχνη της μουσικής. Ο Όμηρος αναφέρει ότι η λατρεία των Μουσών ξεκίνησε από τη Θράκη, ενώ ο θεός της μουσικής Απόλλωνας λατρευόταν ιδιαιτέρως στον τόπο αυτό, γεγονός που αποδεικνύουν και τα μαντεία και τα ιερά του που έχουν έρθει στο φως από έδαφος της Θράκης. Το ίδιο διαδομένη ήταν η λατρεία των θρακών προς τον άλλο δεινο μουσικό και ανταγωνιστή του Απόλλωνα, Πάνα, αλλά και το Διόνυσο, προς τιμήν του οποίου εισηγήθηκαν τη διοργάνωση μεγάλων τελετών (των οργιαστικών διονυσιακών τελετών) και στον οποίο είχαν αφιερώσει και ιερά (βλ. Ναός Διονύσου στα Άβδηρα, όπου υπάρχει και μαντείο του Απόλλωνα και Μαντείο του Διονύσου στη Ροδόπη).
Σύμφωνα με τον Στράβωνα, οι θράκες μετέφεραν τη μουσική παντού: “Μέχρι της Ινδικής εκείθεν και την πολλήν μουσικήν μεταφέρουσιν”. Τα όργανα δε που χρησιμοποιούσαν, σύμφωνα με τις μαρτυρίες των ιστορικών αλλά και τις ζωγραφικές απεικονίσεις σε αναθηματικά πλακίδια, αγγεία κ.ο.κ. ήταν η λύρα , η κιθάρα , οι αυλοί, η σύριγξ, ο άσκαυλος (γκάϊντα) ή ψαλτήρα, τα τύμπανα. τα κύμβαλα τα κρόταλα, ή βάρβιτος αλλά και ο ύδραυλος. Οι υπόλοιποι έλληνες, πολλά από τα όργανα αυτά τα δανείστηκαν από τους θράκες.
Και στους νεότερους χρόνους όμως, οι θράκες, διακρινόμενοι για την αγάπη, την έφεση αλλά και την ικανότητά τους στη μουσική, έπλασαν ήχους ιδιαίτερους, χρησιμοποιώντας, ειδικά από τους βυζαντινούς χρόνους και έπειτα, τα ηχοχρώματα των βυζαντινών μελών, όπως αυτά διαμορφώθηκαν την περίοδο εκείνη. Σήμερα τα είδη της μουσικής της είναι πολλά και ποικίλα. Ακούγοντας τα τοπικά παραδοσιακά της τραγούδια, διακρίνουμε αμέσως το χαρακτηριστικό της ιδιαιτερότητας των ήχων όχι μόνο σε σχέση με τις μουσικές των υπολοίπων περιοχών της Ελλάδας αλλά και μεταξύ των τριών της διαμερισμάτων. Η ποικιλία στους ήχους και στους ρυθμούς αλλά και στην ορχήστρα (η Ανατολική Θράκη χρησιμοποιεί κανονάκι, ούτι, λύρα πολίτικη και κρουστά. Εν ολίγοις, κατά βάση βυζαντινά όργανα. Η Βόρεια Θράκη χρησιμοποιεί: λύρα θρακιώτικη, γκάιντα, φλογέρα, καβάλ και η Δυτική: κλαρίνο, ούτι και γενικά ένα κράμα από τα όργανα της Ανατολικής και της Βόρειας) είναι βασικό στοιχείο της θρακιώτικης παραδοσιακής μουσικής, που ασφαλώς και αυτή με τη σειρά της έλκει την καταγωγή της από την αρχαία ελληνική μουσική. Το κοινό χαρακτηριστικό των μουσικών της πάντως, που της προσδίδει και το γενικότερο χρώμα της, είναι η ευγένεια του ήχου της και ο πλούτος των μελισμάτων που απαιτεί στην απόδοσή της.