Σπήλαιο Καγιάλι
Η είσοδός του βρίσκεται στη δυτική πλευρά του λόφου της ακρόπολης του κάστρου του Διδυμοτείχου, απέναντι σχεδόν από το «Πεντάζωνο», βυζαντινό πύργο στην Α όχθη του Εριθροπόταμου. Η θέση του σπηλαίου ήταν γνωστή στους ντόπιους από παλιά και είχε δώσει αφορμή για την επινόηση πολλών θρύλων που ήθελαν την είσοδο αυτή να βγάζει στην κορυφή του «Καλέ». Η πρώτη συστηματική έρευνα πραγματοποιήθηκε στα 1963 από μέλη της Ελληνικής Σπηλαιολογικής Εταιρείας με επικεφαλής τον Ι. Ιωάννου. Το μήκος της σπηλιάς σε νοητή ευθεία ξεπερνά τα 150 μέτρα και το ύψος της κατά περιοχές τα 30. Η επιφάνεια στο εσωτερικό της βαθαίνει σε αρκετά σημεία φτάνοντας σε ορισμένα τα 3 μέτρα από το επίπεδο της εισόδου. Αμέσως μετά το στόμιο συναντά κανείς μια ορθογώνια αίθουσα μικρών διαστάσεων που καταλήγει σε δύο διαδρόμους. Ο νοτιότερος είναι φαρδύτερος και αδιέξοδος. Ο δεύτερος όμως, ιδιαίτερα στενός, οδηγεί μετά από πορεία 100 περίπου μέτρων σε δύο συνεχόμενες αίθουσες ακανόνιστου σχήματος και αρκετά μεγάλων διαστάσεων. Η έλλειψη αρχαιολογικής έρευνας στο εσωτερικό του σπηλαίου δε μας επιτρέπει να υποστηρίξουμε βάσιμα ότι στο παρελθόν είχε χρησιμοποιηθεί σαν χώρος εγκατάστασης. Στον πρώτο του θάλαμο πάντως εντοπίστηκε μεγάλη ποσότητα από θραύσματα κεραμικών σκευών που είχε ενώσει το λιθωματικό υλικό. Η μηχανική ενέργεια του νερού αποτελεί τη σοβαρότερη διαδικασία δημιουργίας του σπηλαίου. Στα τελευταία του τμήματα μπορεί κανείς να παρατηρήσει τις κύριες εστίες διεύρυνσής του, τις πιο χαρακτηριστικές νερογλυφές και ανάμεσά τους τη σπουδαιότερη που εντοπίστηκε στην προτελευταία αίθουσα, με κωνικό σχήμα και ύψος περίπου 30 μέτρα. Το πιο αξιόλογο εύρημα της σπηλαιολογικής αποστολής αλλά και το περισσότερο αποκαλυπτικό για τη γεωλογική ιστορία του τόπου είναι ένα δείγμα απολιθώματος από την είσοδο που ανήκει σε κοράλλι του τύπου Cladocora Cespitosa. Παρά την κακή διατήρησή του, το εύρημα οδήγησε στα παρακάτω συμπεράσματα: Την εποχή σχηματισμού της αποικίας των κοραλλιών στα οποία πιστεύεται ότι ανήκει το απολίθωμα, η είσοδος του σπηλαίου πρέπει να βρισκόταν σε βάθος περίπου 20 μέτρων κάτω από την επιφάνεια της θάλασσας και όχι ιδιαίτερα μακριά από την ακτή. Αν υπολογίσουμε ότι σήμερα το ίδιο σημείο βρίσκεται 60 μέτρα πάνω από το επίπεδο της θάλασσας, καταλήγουμε στο συμπέρασμα ότι μεσολάβησε ανάδυση του χερσαίου τμήματος κατά 80 περίπου μέτρα, κίνηση από τις πιο σημαντικές σε πανελλαδική κλίμακα. Η παραπάνω διαπίστωση αποδεικνύει τη σπουδαιότητα που θα είχε μια μελλοντική λεπτομερής μελέτη από ομάδα γεωλόγων, προκειμένου να αναζητηθούν και άλλα απολιθώματα στο εσωτερικό του σπηλαίου, αλλά και να διαπιστωθεί η ηλικία των σχηματισμών που αποτελούν σήμερα το δάπεδό του. Η σημασία των πορισμάτων μιας τέτοιας έρευνας για τη γεωτεκτονική και την παλαιογεωγραφία της περιοχής είναι προφανής.