Η Στρατιά του Έβρου κατά την Συνδιάσκεψη της Λωζάννης
Μετά την ήττα των Ελλήνων στην Μικρά Ασία, στις αρχές του Σεπτεμβρίου του 1922, η παρουσία των ελληνικών δυνάμεων στη Θράκη απέκτησε μεγάλη σημασία – σημασία που αναγνώρισε ο Βρετανός Υπουργός Εξωτερικών Lord Curzon και ο πρωθυπουργός Lloyd George, με την υστεροβουλία ότι με τους Έλληνες θα εμποδιστούν οι Κεμαλικοί να μεταφέρουν στρατεύματα στη Θράκη και να καταλάβουν τα Στενά. Αντίθετη γνώμη είχαν οι Γάλλοι και οι Ιταλοί, οι οποίοι σημειωτέον είχαν υπογράψει συμφωνίες με τον Κεμάλ και ήθελαν να επιτραπεί στους Κεμαλικούς να εισέλθουν στη Θράκη. Αλλά ο Κεμάλ εμποδιζόταν να μεταφέρει στρατεύματα στη Θράκη, διότι οι Έλληνες ήλεγχαν τη θάλασσα και οι Βρετανοί αρνήθηκαν διαρρήδην στους Γάλλους και Ιταλούς να απαγορεύσουν στα ελληνικά πλοία να πλέουν στα ουδέτερα ύδατα του Μαρμαρά.
Στις 3 Οκτωβρίου 1922, όταν άρχισαν οι διαπραγματεύσεις για την υπογραφή της ανακωχής μεταξύ Συμμάχων, Τούρκων και Ελλήνων αντιπροσώπων, οι Κεμαλικοί, με την υποστήριξη των ιταλογάλλων, επέμεναν να τους επιτραπεί η εγκατάσταση απεριορίστου αριθμού στρατιωτικών δυνάμεων στην Ανατολική Θράκη, προ της υπογραφής της συνθήκης ειρήνης. Οι Βρετανοί όμως ανέτρεψαν τη θέση των Γάλλων κυρίως, με την υποχώρηση του Βενιζέλου, ο οποίος, στο αδιέξοδο των διαπραγματεύσεων, δήλωσε πως η ελληνική κυβέρνηση θα αποσύρει τα στρατεύματά της στα δυτικά του Έβρου, αφού ληφθούν μέτρα για την εκκένωση του ελληνικού πληθυσμού και αφού αναλάμβανε συμμαχική δύναμη τον έλεγχο της περιοχής. Στις αντιρρήσεις των Τούρκων, οι Βρετανοί τους απείλησαν πως με τη βία θα τους αποτρέψουν τη διείσδυσή τους. Στις 11 Οκτωβρίου στα Μουδανιά, οι Τούρκοι υπέγραψαν την ανακωχή τη στιγμή που πληροφορήθηκαν την άφιξη βρετανικών στρατιωτικών ενισχύσεων και πολεμικών πλοίων, υποψιαζόμενοι ότι, αν άρχιζαν εχθροπραξίες, οι Βρετανοί αμέσως θα ζητούσαν τη βοήθεια των Ελλήνων.
Η Ελληνική κυβέρνηση και ο σύμβουλός της Βενιζέλος διαμαρτυρήθηκαν με πολλή πικρία εναντίον της ανακωχής των Μουδανιών, διότι δεν προέβλεπε για την ασφάλεια των 250.000 περίπου κατοίκων της Ανατολικής Θράκης. Αναγκάσθηκαν όμως να υποχωρήσουν, διότι με την απώλεια της Ανατολικής Θράκης είχαν ζωτική ανάγκη να διατηρήσουν τη Δυτική, μια περιοχή ολιγότερο ελληνική από την Ανατολική, για να εγκαταστήσουν όσο το δυνατόν περισσότερους Έλληνες πρόσφυγες από την Μικρά Ασία και εκείνους που θα εγκατέλειπαν την Ανατολική Θράκη. Οι Βρετανοί συμβούλευσαν τότε, επειδή οι Τούρκοι μιλούσαν να επανέλθουν τα σύνορα του 1914, να συγκεντρώσουν οι Έλληνες το στρατό τους στη Δυτική Θράκη, ώστε να κατέχουν ισχυρή θέση εκεί κατά τη συνδιάσκεψη ειρήνης.
Οι Τούρκοι στο μεταξύ, με την ανοχή των Γάλλων, είχαν οργανώσει στρατιωτικό έλεγχο στην Ανατολική Θράκη και μετά τα Μουδανιά, δολίως αύξαναν την τουρκική χωροφυλακή. Επίσης απαίτησαν την άμεση υποχώρηση των Συμμάχων (κυρίως των Βρετανών) από την Κωνσταντινούπολη και άρχισαν να απειλούν τις βρετανικές θέσεις στο Ισμίτ, ελπίζοντες ότι το συμμαχικό μέτωπο θα διασπάτο. Μόνον ο φόβος των βρετανοελληνικών δυνάμεων τους εμπόδισε να αρχίσουν εχθροπραξίες. Μάλιστα δε η στρατιά του Έβρου ενισχύθηκε και έφθασε τις 60.000, καλά οργανωμένη και εξοπλισμένη με προοπτική να φθάσει τις 100.000.
Η Συνδιάσκεψη ειρήνης άνοιξε τις πύλες της στη Λωζάννη, στις 20 Νοεμβρίου 1922, αφού ο Curzon βεβαιώθηκε ότι Γάλλοι και Ιταλοί θα διατηρούσαν τη συμμαχική ενότητα. Την Ελλάδα αντιπροσώπευε ο Βενιζέλος – η Επαναστατική Κυβέρνηση του αναγνώριζε την εμπειρία στις διεθνείς διαπραγματεύσεις και τις προσωπικές σχέσεις του με Ευρωπαίους πολιτικούς – η δε στρατιά του Έβρου θα συνέβαλε στη διαπραγματευτική δύναμή του.
Επί πέντε εβδομάδες, ο Curzon, πρόεδρος της Συνδιάσκεψης, δεν κατόρθωσε να προχωρήσει παρά ελάχιστα στις διαπραγματεύσεις, διότι οι Τούρκοι θεωρούσαν τους εαυτούς τους νικητές. Δεν είχαν κατανοήσει ότι είχαν χάσει τον πόλεμο και η νίκη τους στην Μικρά Ασία αποτελούσε απλώς επεισόδιο του Μεγάλου Πολέμου. Με την υπερηφάνεια λοιπόν του νικητού, ο Ισμέτ παρακώλυε την ανταλλαγή πληθυσμών, επέμεναν να εκδιώξουν το Πατριαρχείο από την Κωνσταντινούπολη, απαιτούσαν τη Δυτική Θράκη, ενώ εξεδίωκαν συστηματικά τους Έλληνες από το τουρκικό έδαφος. Στις τουρκικές αυτές απαιτήσεις ο Curzon, υπολογίζοντας στον αυξανόμενο ελληνικό στρατό της Θράκης και γνωρίζοντας την αδυναμία του τουρκικού στρατού, διατήρησε σκληρή στάση απέναντι στον Ισμέτ. Απείλησε δε στις 26 Δεκεμβρίου να παρουσιάσει στους Τούρκους σχέδιο συνθήκης και, αν το απέρριπταν, η ευθύνη για όλα εκείνα που θα συνέβαιναν θα τους ανήκε. Ο Curzon τότε είχε ασφαλώς πληροφορηθεί για τις νέες ενισχύσεις της στρατιάς του Έβρου, επί κεφαλής της οποίας ετέθη ο στρατηγός Πάγκαλος, παραιτηθείς από Υπουργός Στρατιωτικών, στις 22 Δεκεμβρίου. Ο Πάγκαλος απειλούσε ότι αν δεν υποχωρήσουν οι Τούρκοι στις αξιώσεις τους, κυρίως στο ζήτημα του Πατριαρχείου, θα έφθανε στην Κωνσταντινούπολη, διαβαίνοντας τον Έβρο νοτίως του Καραγάτς. Ο Βενιζέλος ειδοποίησε την Επαναστατική κυβέρνηση ότι οι Σύμμαχοι δεν θα επιτρέψουν στους Έλληνες να διαβούν τη γραμμή της Τσαλτάτζας και να προσέξουν διότι υπήρχε κίνδυνος βουλγαρικής επέμβασης.
Ο Ισμέτ Πασάς εξακολούθησε την πεισματώδη αδιαλλαξία, διότι πίστευε ότι το συμμαχικό μέτωπο είχε διαρραγεί και οι Γάλλοι θα δείχνονταν πιο φιλικοί στους Τούρκους. Στις 7 Ιανουαρίου η Συνδιάσκεψη είχε φθάσει στο αδιέξοδο και ο Πάγκαλος απειλούσε να κινητοποιηθεί. Η γαλλική και η ιταλική αντιπροσωπεία τότε πρότειναν να απομακρυνθούν οι Έλληνες δύο χιλιόμετρα από τη δυτική όχθη του ποταμού για να αποσοβηθεί η κρίση, ενώ η γαλλική κυβέρνηση του Poincase έστειλε οδηγίες στη Λωζάννη να γίνουν δεκτές όλες οι απαιτήσεις των Τούρκων άνευ όρων. Ο Curzon φυσικά αποφάσισε να τον αντικρούσει σθεναρά. Υπολόγιζε ότι οι Κεμαλικοί θα προτιμούσαν μια συνθήκη παρά την μη συνθήκη. Επίσης υπολόγιζε ότι οι Τούρκοι ήσαν τόσο θορυβημένοι με την απειλή από τον Έβρο, ώστε δε θα άφηναν να καταρρεύσει η Συνδιάσκεψη. Τους Γάλλους δε θα ανάγκαζε να υποχωρήσουν, απειλώντας ότι, αν υπάρξει γαλλοβρετανική διάσταση στην Εγγύς Ανατολή, θα σημάνει και το τέλος της βρετανικής ανοχής στη γαλλοβελγική κατοχή της Ρηνανίας. Έτσι άφοβα ανήγγειλε στους Συμμάχους του την πρόθεση να προχωρήσει με το σχέδιο συνθήκης το οποίον ανακοίνωσε στον Ισμέτ στις 26 Ιανουαρίου 1923 και στις 31 κάλεσε σε συνεδρίαση τη Συνδιάσκεψη να το συζητήσει. Ταυτόχρονα ανήγγειλε την αναχώρηση της βρετανικής αντιπροσωπείας στις 4 Φεβρουαρίου. Στις 4 του μηνός ο Curzon αναχώρησε αφήνοντας τον Ισμέτ έκθαμβο, αλλά άκαμπτο. Μόλις στις 8 Απριλίου πλέον οι Κεμαλικοί έδωσαν αυτό που οι Σύμμαχοι θεώρησαν ως ικανοποιητική απάντηση στο σχέδιο συνθήκης, στις 23 επαναλήφθησαν οι συνεδριάσεις. Ο Curzon όμως δεν επανήλθε και ο δε Horace Rumbold ανέλαβε την προεδρεία.
Στο μεταξύ, η στρατιά του Έβρου παρέμενε ετοιμοπόλεμος. Αν και ο Πάγκαλος και ο Πλαστήρας είχαν δηλώσει ότι δεν επρόκειτο να ενεργήσουν ανεξάρτητα από την Μεγάλη Βρετανία, εντούτοις, αν οι Σύμμαχοι δεν κατόρθωναν να υπογράψουν μια λογική ειρήνη, για την οποίαν η Ελλάς είχε παραδώσει την Ανατολική Θράκη, θεωρούσαν πως ήσαν ελεύθεροι να επανακτήσουν την περιοχή αυτή δια της βίας. Οι διαθέσεις αυτές των Ελλήνων ικανοποιούσαν τους Βρετανούς, διότι η παρουσία του ελληνικού στρατού στη Δυτική Θράκη συνέβαλε στην ανησυχία των Τούρκων να επισπεύσουν την ειρήνη. Αλλά οποιαδήποτε κίνηση του στρατού θα αποδοκιμαζόταν. Επιθυμούσαν δηλαδή οι Βρετανοί να παραμένει το τελευταίο χαρτί, ο δε Βρετανός Ύπατος Αρμοστής της Κωνσταντινουπόλεως είχε οδηγίες, σε περίπτωση ρήξης, να εγκαταλείψει την Κωνσταντινούπολη και να συνενωθεί με τους προελαύνοντες Έλληνες.
Νέα κρίση δημιουργήθηκε στους κόλπους της Συνδιάσκεψης το Μάιο του 1923, όταν ο Ισμέτ απαιτούσε τεράστιες αποζημιώσεις και επανορθώσεις από την Ελλάδα, τις οποίες η ελληνική κυβέρνηση, λόγω του κόστους αποκαταστάσεως των προσφύγων αδυνατούσε να πληρώσει, ο Βενιζέλος ανακοίνωσε ότι θα αναγκασθεί να προσφύγει σε πόλεμο, και τότε ο πόλεμος αυτός θα είχε προκληθεί από τους Τούρκους και όχι από τους Έλληνες. Καθώς δε ο Ισμέτ εξακολουθούσε να επιμένει, ο Βενιζέλος απαίτησε τότε από τη Συνδιάσκεψη να διευθετηθεί άμεσα το ζήτημα των αποζημιώσεων, πριν η Ελλάς κηρύξει τη λήξη της ανακωχής. Οι Κεμαλικοί αντελήφθησαν πλέον, όπως και οι Σύμμαχοι, ότι οι Έλληνες δεν προέβαιναν απλώς σε εκφοβισμούς αλλά ότι πράγματι θα ενεργούσαν. Και όχι μόνο, είχαν συνεννοηθεί με τους Σέρβους ότι θα εκκινούντο και εκείνοι εναντίον των Τούρκων. Οι Τούρκοι υπεχώρησαν, αφού ο Βενιζέλος τους έδωσε το Καραγάτς και το τρίγωνο τoυ Άρδα, και αφού οι Σύμμαχοι καθόρισαν τα θρακικά σύνορα στον Έβρο.
Από την πλευρά τους όμως ο στρατηγός Πάγκαλος και ο ναύαρχος Χατζηκυριάκος κατηγόρησαν το Βενιζέλο και τον Αλεξανδρή, τον Υπουργό Εξωτερικών, για την υποχωρητικότητά τους. Τηλεγράφησαν δε στον Βενιζέλο, τα εξής:”Αποδεχόμενοι κατ’ ανάγκην χάριν της τιμής της Ελλάδος ατυχή λύσιν, επειδή αύτη εγένετο κατά παράβασιν ρητής εγγράφου εντολής δοθείσης (καίτοι) εν Υπουργείω Εξωτερικών, Αρχηγοί ελληνικού στρατού και ελληνικού στόλου πενθούντες από χθες εκφράζουσι την λύπην των”.
Θεσσαλονίκη, 28 Μαϊου 1923 (ΜΜΑΒ/137/39)
Η συνθήκη ειρήνης υπεγράφη τελικά στις 24 Ιουλίου 1923
Πηγη: http://www.synedrio.com/ekto/bizbizh.html
Η Στρατιά του Έβρου κατά την Συνδιάσκεψη της Λωζάννης 1922-1923
Δόμνα Βιζβίζη – Δοντά