Η Μάχη στο Κεφαλόβρυσο

Το καλοκαίρι του 1823, οι Οθωμανοί με επικεφαλής τον Μουσταή Πασά της Σκόδρας έκαναν νέα εκστρατεία με σκοπό την κατάληψη της οχυρής πόλεως του Μεσολογγίου. Ο Μουσταή ήταν τότε 25 χρονών και ένας από τους μεγαλύτερους πασάδες της Αλβανίας. Είχε πασαλίκια στην Σκόδρα, Αυλώνα, στο Βέρατ καθώς και σε όλες τις επαρχίες τους. Τον Ιούνιο του 1823 εξεστράτευσε λοιπόν μαζί με δέκα χιλιάδες εκλεκτούς στρατιώτες. Ο θείος του ο Τζελαλεντίν μπέης, ο Σούλτσα Κόρτσα και ο Άγο Βασιάρη τον ακολούθησαν. Στους 10.000 άντρες του Μουσταή θα προσθέτονταν και ο στρατός του Ομέρ Βρυώνη και του Κιουταχή στο Αγρίνιο.

Στις 5 Αυγούστου ο Τζελαλεντίν μπέης με τους περισσότερους αξιωματικούς και 5.000 πολεμιστές στρατοπέδευσε στο Κεφαλόβρυσο, είκοσι λεπτά από το Καρπενήσι. Το μισό του στράτευμα αποτελούταν από Μιρδίτες, δηλαδή καθολικοί χριστιανοί βόρειοι Αλβανοί, ένα επίλεκτο σώμα άριστων Αφρικανών σκοπευτών και οι υπόλοιποι ήσαν Αλβανοί Γκέκηδες. Η υπόλοιπη στρατιά μαζί με τον Μουσταή στρατοπέδευσε στα Πλατάνια και σε άλλες περιοχές. Την ίδια μέρα ο Μπότσαρης με τους χίλιους διακόσιους πενήντα άντρες του στρατοπέδευσε στο Μικρό και Μεγάλο Χωριό Ευρυτανίας. Επειδή η παραπέρα αντίσταση δεν όφειλε σε τίποτε, ο Μάρκος άρχιζε να σχεδιάζει νυχτερινή επίθεση. Ωστόσο χρειαζόταν τις κατάλληλες πληροφορίες για το στρατόπεδο. Έτσι στις 7 του μηνός έστειλε τρεις κατασκόπους, τον πρωτεξάδελφο Θανάση-Τούσσα Μπότσαρη, τον Ιωάννη Μπαϊρακτάρη και τον συνομήλικό του Θανάση Κουτσονίκα να μπουν στο στρατόπεδο. Το βράδυ της ίδιας μέρας γύρισαν και ανέφεραν τις πληροφορίες που είχαν συγκεντρώσει. Ο Μπότσαρης τώρα άρχισε να προετοιμάζει τα παλικάρια του για την επίθεση. Τα μεσάνυχτα της 8ης και 9ης Αυγούστου 1823 ο Μάρκος Μπότσαρης με 450 διαλεχτούς Σουλιώτες (οι άλλοι 800 θα έκαναν επίθεση στα Πλατάνια) διείσδυσαν στο τουρκικό στρατόπεδο από την δυτική πλευρά που όπως διαβεβαίωσαν οι κατάσκοποί τους ήταν σχεδόν αφύλαχτη. Οι Σουλιώτες μέσα στην μαύρη νύχτα χώθηκαν βαθιά μες στο στρατόπεδο. Ύστερα ακολουθώντας τις οδηγίες του αρχηγού τους άρχισαν να πυροβολούν. Οι Αλβανοί ξεκίνησαν να τρέχουν πέρα-δώθε κάνοντας και τους άλλους να πανικοβάλλονται. Οι αξιωματικοί όμως βγήκαν έξω από τις σκηνές τους και άρχισαν να φωνάζουν πως δεν είναι Έλληνες αλλά κάποιοι Αλβανοί που εξεγέρθηκαν, κάτι που συνέβαινε αρκετές φορές. Ο Μπότσαρης τότε ανέβηκε πάνω σε ένα βράχο. Μία βροντερή φωνή διαπέρασε όλο το στρατόπεδο που τους έκανε όλους να ανατριχιάσουν:

-Λάθος, δεν είναι Αλβανοί! Τρέμετε βάρβαροι! Είναι ο Μπότσαρης μωρέ και ήρθε να σας σφάξει όλους!
-Έρδε Μπότσαρη!(= ήρθε ο Μπότσαρης) άρχισαν να φωνάζουν.

Επικράτησε ταραχή και πανικός στις τάξεις του εχθρού και η φθορά ήταν μεγάλη. Οι Σουλιώτες πίστεψαν ότι είχαν νικήσει, αναγκάστηκαν όμως να υποχωρήσουν όταν διαπίστωσαν ότι ο Μπότσαρης είχε πέσει νεκρός από σφαίρα που τον χτύπησε στο δεξί μάτι, αλλά μόνο ύστερα από την ασφαλή απομάκρυνση του άψυχου σώματος του αρχηγού τους από το πεδίο της μάχης. Οι τουρκικές απώλειες υπήρξαν βαριές, περίπου 800-1.500 άνδρες, σε αντίθεση με τις ελληνικές που ήταν ελάχιστες (30 με 60 άνδρες). Επίσης οι Έλληνες άρπαξαν 690 τουφέκια, 1.000 πιστόλια, δύο σημαίες, πολλά άλογα και μουλάρια και άλλα είδη. Η απώλεια όμως του στρατηγού Μάρκου Μπότσαρη ήταν τεράστια. Τάφηκε στο Μεσολόγγι με μεγάλες τιμές.

Πηγές: https://el.wikipedia.org
https://history1821.wordpress.com

Ίσως σας ενδιαφέρουν…

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.