Σπήλαιο Βούβα
Ανάμεσα στο Διδυμότειχο και στο χωριό Κουφόβουνο που βρίσκεται στα δυτικά του, ερευνήθηκε στα 1962 από πενταμελή ομάδα της Ελληνικής Σπηλαιολογικής Εταιρείας με επικεφαλής τον Α. Βραχιολίδη ένα ακόμη σπήλαιο που εμφανίζει αρκετά χαρακτηριστικά κοινά με εκείνο της ακρόπολης (καγιάλι). Έχει όμως επιπλέον ξεχωριστό αρχαιολογικό ενδιαφέρον. Η είσοδός του βρίσκεται πάνω στην οδική αρτηρία, απέναντι από το λατομείο και 10 μέτρα περίπου ψηλότερα από το επίπεδο του δρόμου. Το χαμηλό αλλά αρκετά φαρδύ στόμιο στη βόρεια απότομη παρειά του ομώνυμου ασβεστολιθικού λόφου οδηγεί αμέσως στην πρώτη αίθουσα, με εντυπωσιακές πραγματικά διαστάσεις, αρκετό ύψος και επίπεδο δάπεδο σε όλη της σχεδόν την έκταση. Το έδαφος σκεπάζεται σήμερα από παχύ στρώμα στάχτης, αποτέλεσμα της φωτιάς που τόσα χρόνια ανάβουν οι κτηνοτρόφοι της περιοχής, βρίσκοντας καταφύγιο στο εσωτερικό της σπηλιάς για τους ίδιους και τα κοπάδια τους. Δύο στενές δίοδοι οδηγούν στα βαθύτερα σημεία της που έχουν γίνει επανειλημμένα αφορμή θρύλων για σύνδεση της «Βούβας» με το «Κάστρο» του Διδυμοτείχου ή ακόμα και με το Σουφλί. Από τα πρώτα κιόλας μέτρα μπορεί κανείς να δει σταλακτίτες και σταλαγμίτες μεγάλων διαστάσεων που βαθύτερα πολλαπλασιάζονται και αποτελούν μοναδικό θέαμα για τον επισκέπτη. Το γεγονός πάντως ότι το σπήλαιο δεν έχει μέχρι τώρα αξιοποιηθεί και δεν είναι, προς το παρόν, επισκέψιμο, κάνει ιδιαίτερα δύσκολη την πορεία στο εσωτερικό του, λόγω της μικρής περιεκτικότητας σε οξυγόνο, του ανώμαλου σε πολλά σημεία εδάφους και των επικίνδυνων χασμάτων που ανοίγονται συχνά στο δάπεδο. Σύμφωνα με τις προκαταρκτικές ανακοινώσεις της αποστολής του 1962, η συνολική του έκταση δεν είναι εύκολο να υπολογιστεί με ακρίβεια λόγω του σχεδίου του που χαρακτηρίζεται από μεγάλο αριθμό διαδρόμων και εξαιρετικά δαιδαλώδη κάτοψη αλλά και επειδή δεν εξερευνήθηκε σε όλο του το βάθος.