Ταφικό Παρεκκλήσι Αγ. Αθανασίου
Στα βόρεια του σημερινού ναού του Αγίου Αθανασίου και σφηνωμένο ανάμεσα σε αυτόν και στο λαξευμένο ασβεστολιθικό βράχο βρίσκεται σε ερειπιώδη κατάσταση ένα κτίσμα του οποίου η παλαιότητα είχε ήδη αναγνωριστεί από τους προπολεμικούς ερευνητές. Το κτίσμα αυτό είναι ότι έχει απομείνει από βυζαντινό μοναστήρι που ίσως και να αποτελεί και το κυριότερο εκκλησιαστικό καθίδρυμα του βυζαντινού Διδυμοτείχου. Το εκκλησιαστικό αυτό κτίριο ανασκάφηκε κατά τα έτη 1990 και 1991 με σημαντικά αποτελέσματα.
Η ανασκαφή αποκάλυψε καταρχήν το ιδιόρρυθμο της κατασκευής: ένας χώρος εξαιρετικά επιμήκης καλυπτόταν από πλινθόκτιστη κάμαρα την οποία έφεραν επίσης πλίνθινα διαφράγματα, χωρίς όμως οι αντίστοιχοι πασσότοιχοι να βρίσκονται ο ένας απέναντι στο άλλο. Ιδιαίτερα κομψή είναι διαπραγμάτευση της εξωτερικής τοιχοποιίας ή οποία συνδέει το ναό με παράλληλα από την Μεσημβρία, τη Σηλυμβρία και Κωνσταντινούπολη. Η κατασκευή γίνεται με εναλλαγή πλίνθων με λαξευμένους λίθους και χρήση της τεχνικής της υποχωρημένης πλίνθου. Ιδιαίτερα σπάνια διαπραγμάτευση που συναντάται μόνο στη Συλημβρία έγκειται στο ότι τα καμπύλα τμήματα των αψιδωμάτων και των κογχών διαμορφώνονται με λαξευτούς, επίσης ακτινωτά τοποθετημένους λίθινους τριγωνικούς θολίτες. Το ιερό απομονώνεται από το κυρίως κτίριο με δύο εγκάρσια τοιχάρια τα οποία αφήνουν άνοιγμα μόλις 1,65 μέτρων και θα στεγαζόταν με δικό του θόλο.
Το κτίριο δείχνει να έχει δύο κύριες κατασκευαστικές φάσεις, μία στις αρχές και μία στην Τρίτη ή και τέταρτη δεκαετία του 14ου αιώνα. Δεν ήταν ανεξάρτητη κατασκευή, αλλά προσαρτημένη σε ναό, πιθανότατα Καθολικό μονής ως το βόρειο τμήμα του.
Σειρά στοιχείων δείχνουν ότι πριν από το βυζαντινό υπήρχε και άλλος ναός. Βρέθηκαν τρεις στήλες. Η πρώτη από πωρόλιθο είναι εντοιχισμένη στο βόρειο αναλημματικό τοίχο και διακοσμείται με σταυρό, μορφής τυπικής του 9ου?10ου αιώνα. Οι άλλες δύο λίθινες στήλες οι οποίες επίσης διακοσμούνται με εικονομαχικά θέματα χρησιμοποιήθηκαν στο κτίσιμο παραθύρου στο υστεροβυζαντινό κτίσμα. Επίσης τμήμα τοιχογραφίας με γεωμετρικά μοτίβα που βρέθηκαν στη θέση του στη δυτική προέκταση του βορείου τοίχου αποτελεί πιθανότατα τμήμα προηγούμενης φάσης του ναού. Μπορούμε λοιπόν να υποθέσουμε ότι ο υστεροβυζαντινός ναός κτίστηκε στη θέση εκκλησιαστικού κτίσματος του 9ου?10ου αιώνα.
Σε όλες τις κόγχες που δημιουργούνται στη βόρεια και νότια πλευρά, αλλά και στη μικρή αυλή που σχηματίζεται αμέσως στα βόρεια του κτιρίου αποκαλύφθηκαν λαξευμένοι στο βράχο τάφοι που ο καθένας τους περιείχε περισσότερες από μία ταφές. Οι περισσότερές τους χρονολογούνται στα βυζαντινά χρόνια. Οι ταφές αυτές ήταν φτωχές σε κτερίσματα. Μόνο σε μία, πιθανώς ηλικιωμένης γυναίκας βρέθηκε χρυσό σκουλαρίκι στο δεξιό αυτί, χρυσό δακτυλίδι με τον κόμβο του Σολομώντα χαραγμένο στη σφενδόνη και κομψότατο γυάλινο μυροδοχείο επάνω στο στερνό με γραπτή διακόσμηση με αβακωτά κοσμήματα και πλαστική με σταγόνες, πιθανότατα από τον 12ο αιώνα.
Αντίθετα με τον αριθμό των κτερισμάτων που ήταν πενιχρός, πλουσιότατα ήταν τα σπαράγματα τοιχογραφιών που χρονολογούνται τόσο στους βυζαντινούς, όσο και στους μεταβυζαντινούς χρόνους. Ξεχωρίζει θαυμάσιο, αλλά αποσπασματικό σωζόμενο πρόσωπο Χριστού από τα πρώτα χρόνια του 14ου αιώνα.
Εκτός από αυτό βρέθηκαν αποσματικά διατηρημένες τοιχογραφίες επάνω στους τοίχους, καταστρεμμένες σε μεγάλο βαθμό από πρόσφατες εργασίες της δεκαετίας του 60: Στο νότιο τοίχο σώθηκε το κάτω τμήμα δύο πορτραίτων αυτοκρατόρων με φτερά. Πρόκειται για μοναδική παράσταση σε όλη την έως τώρα γνωστή ορθόδοξη εικονογραφία που συναντά παράλληλα μόνο σε νομίσματα του 13ου αιώνα. Η απεικόνιση αυτή δεν μπορεί να εκφράζει τίποτε άλλο από την επιθυμία των αυτοκρατόρων στο γέρμα της ζωής του Βυζαντίου να υποστυλώσουν με τεχνητούς τρόπους την ανύπαρκτη εξουσία και το γόητρό τους στα μάτια των υπηκόων τους. Μπορούμε μάλιστα να προχωρήσουμε σε μία τολμηρή ερμηνεία και να θεωρήσουμε ότι οι παραστάσεις αποδίδουν τους δύο Παλαιολόγους, Μιχαήλ Η΄ και Θ΄ από τους οποίους ο δεύτερος πιθανότατα συνδέεται με την ανέγερση του παρεκκλησίου.
Στο βόρειο τοίχο του ιερού και στην κόγχη της πρόθεσης σώζονται αποσπασματικά τέσσερις όρθιες ιστάμενες μορφές σε δύο από τις οποίες διακρίνονται τα πρόσωπα. Πρόκειται κατά τον γράφοντα για τους διακόνους Στέφανο και Ρωμανό τον Μελωδό. Τρίτη, εξαιρετικά αποσπασματικά σωζόμενη μορφή μπορεί να ταυτιστεί με ένα από τους ιδρυτές του μοναχισμού ενώ η τέταρτη ανήκει σε ιεράρχη. Οι παραστάσεις αυτές, όπως προαναφέρθηκε, μπορούν να χρονολογηθούν στα τέλη του 16ου αιώνα.
Δυστυχώς οι περισσότερες βυζαντινές και μεταβυζαντινές τοιχογραφίες όπως μετάλλια με απόστολους τα οποία αναφέρει ο Ν. Βαφείδης σήμερα είναι ολοσχερώς κατεστραμμένα.
Στην εξωτερική παρεία του σωζόμενου βορείου τοίχου μπορεί κανείς να διακρίνει μεγάλο αριθμό χαραγμάτων τόσο των υστεροβυζαντινών, όσο και των πρώτων μεταβυζαντινών χρόνων. Τα σχέδια είναι απλά, αλλά σταθερά και οι παραστάσεις σαφείς. Τα θέματα καταλαμβάνουν μεγάλο εύρος: αλιευτικά πλοία, γυναικείες μορφές, σύμβολα γονιμότητας, μία παλάμη, ένα δικέφαλο αετό, μονογράμματα, πιθανώς τεχνιτών, κ.λπ. Μέσα στο παρακείμενο σπήλαιο?φυλακή αμέσως δεξιά της εισόδου ο επισκέπτης διακρίνει το Π-Λ-Γ, μονόγραμμα των Παλαιολόγων.
Παρόλη την καταστροφή τα σωζόμενα στοιχεία είναι αρκετά για να προχωρήσουμε σε κάποια συμπεράσματα. Για το σημαντικότερο πρόβλημα, εκείνο της ταύτισης του κτιρίου, ο γράφων θεωρεί ότι το ανασκαφέν παρεκκλήσι πιθανότατα αποτελούσε τμήμα του Καθολικού της Πατριαρχικής Μονής της Οδηγήτριας.
Στο συμπέρασμα αυτό οδηγούμαστε από τα εξής: Υπάρχουν πολλές γυναικείες ταφές στο παρεκκλήσι οι οποίες μπορούν να αναχθούν στους 12ο?14ο αιώνες, περίοδο που συμπίπτει με τη λειτουργία μονής ως γυναικείας. Τα ανασκαφικά δεδομένα φανερώνουν ένα κτίριο που γνώρισε αν μη τι άλλο την αυτοκρατορική φροντίδα, πράγμα που συμπίπτει με την την πληροφορία ότι η Μονή της Οδηγήτριας ήταν Πατριαρχική. Τέλος οι σωζόμενες τοιχογραφίες από τα τέλη του 16ου αιώνα φανερώνουν συνεχιζόμενη χρήση του ναϋδρίου ως τμήματος μονής.
Τα δύο ταφικά παρεκκλήσια με τις έκδηλες σχέσεις με την Κωνσταντινούπολη και τις πόλεις της Μαύρης Θάλασσας ενισχύουν τη θεώρηση του Διδυμοτείχου ως πόλης κλειδιού μεταξύ Βαλκανίων και πρωτεύουσας και μας οδηγούν στη διατύπωση της υπόθεσης ύπαρξης ισχυρής πνευματικής παράδοσης στην πόλη κατά τους υστεροβυζαντινούς χρόνους. Ακόμη φανερώνουν σε ένα βαθμό τη συνεχιζόμενη επιρροή των Λασκαριδών στη Θράκη κατά το πρώτο μισό του 14ου αιώνα. Οι σχέσεις αυτές εξασφαλίζονταν με την αυτοκρατορική παρουσία στην πόλη και ακόμη δεν έχουν αναδεχθεί στην πραγματική τους σημασία.