Μάχη της Μυκάλης
Μετά τη ναυμαχία της Σαλαμίνας, στα τέλη του Σεπτεμβρίου του 480 π.Χ., οι Έλληνες που διαλύσανε το περσικό στόλο αποφάσισαν να μειώσουνε τον αριθμό των πλοίων του στόλου. Αυτό έγινε γιατί το χειμώνα διακόπτονταν οι ναυτικές επιχειρήσεις λόγο ακαταλληλότητας του καιρού. Παράλληλα πολλά ελληνικά κράτη θέλανε να επιστρέψουνε τα πλοία τους στη πατρίδα για να χρησιμοποιηθούν σε άλλες πολεμικές επιχειρήσεις, εξάλλου ο στόλος των Περσών είχε διαλυθεί στο μεγαλύτερο μέρος του και περιφερόταν σε διάφορες βάσεις του στο Αιγαίο πραγματοποιώντας επιδιορθώσεις και περιπολίες.
Έτσι ο στόλος των Ελλήνων μειώθηκε στα 250 πλοία με βάση τη Σαλαμίνα και ύστερα τη Δήλο, με σκοπό τη περιπολία στο Αιγαίο και τη παρεμπόδιση απόβασης πρόσθετων περσικών δυνάμεων στον ελλαδικό χώρο. Τα πλοία μετέφεραν 50.000 άνδρες για πλήρωμα, εκ των οποίων οι 6.000 ήταν ειδικά εκπαιδευμένοι, για ναυτικές επιχειρήσεις, πεζοναύτες. Ναύαρχοι του στόλου τέθηκαν από τη πλευρά των Σπαρτιατών ο βασιλίας Λεωτυχίδης και από τη πλευρά τον Αθηναίων ο στρατηγός Ξάνθιππος, πατέρας του Περικλή. Ο στόλος κινήθηκε τον Αύγουστο του 479 π.Χ. για να σταθμεύσει στη νήσο Δήλο. Εκεί έφτασε πρεσβεία από τη Σάμο με τους Αθηναγόρα, Λάμπωνα και με αρχηγό τον Ηγησίστρατο και ανακοίνωσε τους ναυάρχους ότι η Ιωνία θέλει να αποτινάξει τον περσικό ζυγό και είναι έτοιμοι για επανάσταση ενώ παράλληλα τους έδωσε στοιχεία για τον περσικό στόλο ο οποίος ήταν εγκατεστημένος στη Σάμο και ο στρατός στη Μυκάλη.
Ο ελληνικός στόλος ξεκίνησε να φτάσει στη Σάμο ενώ στη πορεία ενισχύθηκε με δυνάμεις από τα νησία της Μήλου, της Τήνου, της Σίφνου, της Κέας, της Νάξου και της Κύθνου. Ο βασιλιάς Λεωτυχίδας κρατούσε κοντά του ως σύμβουλο τον Ηγησίστρατο γιατί το όνομα του ήταν καλός οιωνός για το στράτευμα (το όνομα Ηγησίστρατος σημαίνει “οδηγός του στρατού”). Ταυτόχρονα όλον αυτό το καιρό οι περσικές δυνάμεις που αριθμούσαν 700 πλοία μετά τη ναυμαχία της Σαλαμίνας περιέπλεαν το Αιγαίο και κάλυπταν τις οδούς διαφυγής του αυτοκράτορα Ξέρξη. Όταν ο αυτοκράτορας έφτασε στις Σάρδεις οι μονάδες των Φοινίκων, των Κυπρίων και των Κιλίκων αποσύρθηκαν για τις πατρίδες τους. Αυτοί οι λαοί της Περσικής Αυτοκρατορίας ήταν και πιο ικανοί θαλασσοπόροι που διέθετε ο στόλος και οι πιο πιστοί στο αυτοκρατορικό καθεστώς. Με την απόσυρση τους λοιπόν από τις πολεμικές επιχειρήσεις ο περσικός στόλος αποτελούνταν κατά βάση από τα πλοία των Ελλήνων της Ιωνίας (περίπου 300). Αυτό σημαίνει ότι τουλάχιστον το μισό μέρος του στόλου και του στρατού των Περσών ήταν έτοιμο να επαναστατήσει καθώς αυτοί ήταν που κάλεσαν τον συμμαχικό ελληνικό στόλο στη Σάμο. Ο στόλος των Περσών πρώτα στάθμευσε στη Κύμη και ύστερα στη Σάμο, ενώ όταν πληροφορήθηκε τις κινήσεις των Ελλήνων μετακινήθηκε απέναντι στη Μυκάλη.
Στη Σάμο στάθμευε ο στόλος των Περσών υπό τις διαταγές των αξιωματούχων Ιθαμίτρη και Αρταϋντη. Τα πληρώματα ήταν ως επί το πλείστον Σάμιοι, Μιλήσιοι και άλλοι Έλληνες της Ιωνίας. Μόλις οι Πέρσες ναύαρχοι πληροφορήθηκαν ότι οι Έλληνες κινούνται εναντίον τους, αποφάσισαν να μετακινηθούν στα απέναντι παράλια, της Μικράς Ασίας, στο ακρωτήριο της Μυκάλης. Κοντά στις εκβολές του ποταμού Μαιάνδρου και στον ναό της Ελευσίνιας Δήμητρας, είχε στρατοπεδεύσει ο στρατηγός Τιγράνης με αρκετούς Πέρσες στρατιώτες και είχε χτίσει και ένα ξύλινο οχυρό, σαν αυτό που έχτισε ο Μαρδόνιος στη μάχη των Πλαταιών. Εκεί οι ναύαρχοι σύρανε τα πλοία στην ακτή και τα τοποθέτησαν πίσω από το τείχος ενώ τα πληρώματα πήρανε όπλα και ενσωματώθηκαν στο στράτευμα ανεβάζοντας το στους 100.000 άνδρες. Από αυτούς όμως δεν μπορούσανε να εμπιστευθούν όμως οι Πέρσες τα ελληνικά πληρώματα που είχανε. Έτσι οι Σάμιοι αφοπλίσθηκαν και έμειναν μέσα στο στρατόπεδο ως σώματα περίθαλψης των τραυματιών και οι Μιλήσιοι στάλθηκαν από τον Τιγράνη να φυλάξουν ένα ορεινό πέρασμα στα νώτα του περσικού στρατοπέδου. Οι Έλληνες έφτασαν στην ακτή Κάλαμοι, που βρίσκεται στη νοτιοανατολική πλευρά της νήσου Σάμος, κατάλαβαν ότι οι Πέρσες είχανε αναχωρήσει από το νησί, αφού πρώτα είχανε πυρπολήσει το ναό του Ηραίου (κάτι που εξόργισε πολύ τους Έλληνες και ιδιαίτερα τους Σάμιους και εν μέρει δικαιολογούν την κατοπινή άγρια συμπεριφορά τους στους Πέρσες αιχμαλώτους). Όταν διαπιστώσανε ότι βρίσκονται απέναντι στη Μυκάλη αποφασίσανε να δοκιμάσουν απόβαση και να δώσουν άμεσα μάχη με τους Πέρσες. Φτάνοντας στην ακτή της Μυκάλης είδανε ότι ο στρατός των Περσών είχε παραταχθεί έξω από τα τείχη του ξύλινο οχυρού, έτοιμος για μάχη. Οι Έλληνες ναύαρχοι έστειλαν ένα πλοίο με κήρυκα να φωνάξει δυνατά στα ελληνικά, για να τον καταλάβουν μόνο οι Ίωνες αλλά και για να δημιουργήσει υποψίες στο περσικό στρατόπεδο, σε όλους τους Έλληνες του περσικού στρατού να εγκαταλείψουν την ώρα της μάχης τους Πέρσες και να συνταχθούν με τα αδέρφια τους που ήρθαν να τους λυτρώσουν.
Ο Τιγράνης κατάλαβε την κίνηση των Ελλήνων και βλέποντας το στράτευμα του ανήσυχο προσπάθησε να το εμψυχώσει με έναν λόγο που τους έβγαλε. Ακολούθως όλοι οι Πέρσες οπλίστηκαν και ετοιμάστηκαν για μάχη. Οι Έλληνες αποβιβάστηκαν ανενόχλητοι και παρατάχθηκαν και αυτοί για μάχη. Στο αριστερό πλευρό, που ήταν και το πιο ομαλό, παρατάχθηκαν οι Αθηναίοι, οι Σικυώνιοι, οι Τροιζήνιοι και οι Κορίνθιοι. Στο δεξιό πλευρό, ανάμεσα σε μια χαράδρα και σε έναν λόφο, παρατάχθηκαν οι Σπαρτιάτες, ενώ στο κέντρο της παράταξης τέθηκαν οι υπόλοιποι Έλληνες. Το δεξιό πλευρό των Σπαρτιατών θα προσπαθούσε να περικυκλώσει τους Πέρσες. Οι Αθηναίοι ήταν οι πρώτοι που συγκρούστηκαν με τους Πέρσες και ύστερα από μεγάλη μάχη καταφέρανε να δημιουργήσουνε ρήγμα στη παράταξη τους. Οι βάρβαροι ξεκίνησαν να υποχωρούν για το ξύλινο οχυρό τους αλλά οι Έλληνες τους καταδιώκανε και εισχώρησαν και αυτοί στο φρούριο. Οι βάρβαροι ανά φυλετικές ομάδες παραδινόντουσαν στους Έλληνες, μόνο οι Πέρσες συνέχισαν να μάχονται εναντίον των Ελλήνων. Μόλις οι Σάμιοι αντιλήφθηκαν τι συνέβαινε οπλίστηκαν και όρμησαν και αυτοί εναντίον των Περσών. Όλοι οι Πέρσες μέχρις ενός έπεσαν νεκροί, ακόμα και οι στρατηγοί Τιγράνης και Μαρδόντης. Όσοι βάρβαροι κατάφεραν να ξεφύγουν άρχισαν να τρέχουν μέσα από το ορεινό πέρασμα που φρουρούσανε οι Μιλήσιοι. Οι τελευταίοι όμως καταλάβανε ότι νικήσανε οι Έλληνες και έπεσαν απάνω στους υποχωρούντες εχθρούς τους και τους σκότωσαν. Όσοι σωθήκανε έφτασαν στις Σάρδεις. Ανάμεσα στους επιζήσαντες ήταν και οι ναύαρχοι Ιθαμίτρης και Αρταϋντης, οι οποίοι ανακοίνωσαν στον αυτοκράτορα Ξέρξη, την ήττα από τους Έλληνες. Ταυτόχρονα με αυτή την ήττα ήρθε και η είδηση για την ήττα στις Πλαταιές. Έτσι ο Ξέρξης αναχώρησε για τα Εκβάτανα της Μηδίας, αφήνοντας πίσω του αρκετές στρατιωτικές δυνάμεις.
Με το τέλος της μάχης οι Έλληνες ελευθέρωσαν τους αιχμάλωτους Ίωνες, εκτελέσανε πολλούς Πέρσες αιχμαλώτους και κάψανε τα πλοία και το οχυρό των Περσών. Ύστερα κάθε πόλη των Ελλήνων έχτισε ξεχωριστό τύμβο για τους νεκρούς της. Αξίζει να σημειωθεί ότ,ι από τους αξιωματικούς των Ελλήνων, πέθανε μόνο ο στρατηγός των Σικυώνιων, ο Περίλαος. Το αριστείο της μάχης το κερδίσανε οι Αθηναίοι και πλούσια δώρα για την ανδρεία του κέρδισε ο πρωταθλητής στο παγκράτιο, ο Αθηναίος Ερμόλυκος. Στη συνέχεια οι Έλληνες επιβιβάστηκαν στα πλοία τους και απέπλευσαν για τη Σάμο, για να σχεδιάσουν την επόμενη κίνηση τους.