Ναυμαχία της Σαλαμίνας
Η Ναυμαχία της Σαλαμίνας ήταν ναυτική σύγκρουση μεταξύ του ελληνικού και τoυ περσικού στόλου που έγινε στις 28 ή 29 Σεπτεμβρίου του 480 π.Χ. στο θαλάσσιο στενό μεταξύ Σαλαμίνας και Αττικής. Κατέληξε σε πανωλεθρία των Περσών, διασφαλίζοντας τόσο τη σωτηρία της Αθήνας όσο και τη μη κατάκτηση της υπόλοιπης Ελλάδας από τους Πέρσες.
Καθώς ο στρατός του Ξέρξη, αφού διέσπασε την ελληνική αντίσταση στις Θερμοπύλες, προχωρούσε ανεμπόδιστος προς τα νότια, οι περισσότεροι Αθηναίοι εκκένωσαν την πόλη τους, σύμφωνα με τη συμβουλή του Θεμιστοκλή, στέλνοντας τις οικογένειες τους στην Τροιζήνα, στην Αίγινα και στη Σαλαμίνα. Οι ίδιοι συγκεντρώθηκαν στη Σαλαμίνα, όπου βρισκόταν και ο ελληνικός στόλος (αποτελούμενος από 378 τριήρεις κατά τον Ηρόδοτο), στον κόλπο μεταξύ του ακρωτηρίου Κυνόσουρα και της αρχαίας πόλης της Σαλαμίνας. Ο περσικός στόλος, που περιλάμβανε κατά τον Αισχύλο 1.207 πλοία, ήταν αγκυροβολημένος, μετά την κατάληψη της Αθήνας από τους Πέρσες, στο Φάληρο.
Στις συσκέψεις μεταξύ των ναυάρχων των διάφορων πόλεων που προηγήθηκαν της ναυμαχίας, οι Πελοποννήσιοι, και κυρίως ο Σπαρτιάτης ναύαρχος Ευρυβιάδης, επέμεναν να γίνει η ναυμαχία κοντά στον Ισθμό προκειμένου, σε περίπτωση ήττας, να μπορέσουν ευκολότερα να διαφύγουν στην ενδοχώρα και να αντιμετωπίσουν εκεί τον περσικό στρατό. Ακολούθησε σκληρή διαφωνία μεταξύ του Θεμιστοκλή και του Ευρυβιάδη, ώσπου ο δεύτερος σήκωσε το χέρι του για να χτυπήσει τον Αθηναίο στρατηγό. Τότε ο Θεμιστοκλής είπε το περιφημο «πάταξον μεν, άκουσον δε» και ύστερα από συζητήσεις κατόρθωσε τελικά να πείσει τους στρατηγούς να παραμείνουν στη Σαλαμίνα και να ναυμαχήσουν εκεί, καθώς τα στενά γύρω από το νησί ευνοούσαν τις κινήσεις των ελληνικών πλοίων, που ήταν ευέλικτα και γρήγορα, σε αντίθεση με τα δυσκίνητα και ογκώδη, αλλά και πολυπληθή, περσικά.
Οι Πέρσες, αποβλέποντας στον αιφνιδιασμό των Ελλήνων, κινητοποίησαν το στόλο τους τη νύχτα της παραμονής της μάχης και αφού αποβίβασαν στο μικρό νησί Ψυττάλεια ένα επίλεκτο σώμα, τους “Αθάνατους”, φρουρά του Ξέρξη, μπήκαν στο στενό και περικύκλωσαν τους Έλληνες. Εκείνοι ωστόσο είχαν πληροφορηθεί έγκαιρα τις κινήσεις του εχθρού από τον Αριστείδη, που ήρθε κρυφά την ίδια νύχτα από την Αίγινα.
Στη τραγωδία “Πέρσες” του Αισχύλου ο Αγγελιαφόρος που καταφθάνει στο παλάτι του Ξέρξη για να προλάβει τα νέα της ναυμαχίας στη βασίλισσα αναφέρει ότι η νυχτερινή παράταξη του Περσικού στόλου οφειλόταν σε ελληνικό τέχνασμα. Ένας Έλληνας πληροφόρησε τον Ξέρξη ότι: “Όταν απλώσει η νύχτα το σκοτάδι θα ξεφύγουν οι Έλληνες. Θα πιάσουν τα κουπιά και κρυφά θα σκορπιστούν για να σωθούν”. Ο Έλληνας αυτός ήταν ο δούλος Σίκινος του Θεμιστοκλή, που ο ίδιος έστειλε στον Ξέρξη με διαταγές να προσποιηθεί λιποταξία και να δώσει στους Πέρσες την ψεύτικη πληροφορία πως οι Έλληνες δεν ήθελαν μάχη και είχαν υποχωρήσει άτακτα στα στενά γύρω από τη Σαλαμίνα.
Ο Ξέρξης, σκοπεύοντας σε συντριπτική νίκη επί του ελληνικού στόλου, διέταξε τους ναυάρχους του: “Όταν πάψει ο ήλιος να καίει το χώμα και υψωθεί το σκοτάδι να παρατάξετε τα καράβια σας, να φράξετε το δρόμο σε τρεις σειρές. Πυκνά. Και μ’ άλλα να τους κυκλώσετε γύρω από το νησί του Αίαντα. Και να φυλάτε τα στενά και τα περάσματα. Αν απ’ τον κλοιό και το χαμό σωθούν οι Έλληνες, βρίσκοντας δρόμο τα καράβια τους, πήρα απόφαση. Θα πεθάνετε!” Οι Έλληνες όμως, δίχως στην πραγματικότητα να έχουν σκοπό να αποχωρήσουν, γευμάτισαν και ξεκουράστηκαν τη νύχτα, αφήνοντας τους εχθρούς τους άγρυπνους και σε συνεχή εγρήγορση, με τον περσικό και φοινικικό στόλο να ψάχνουν τον ελληνικό -που ήταν αγκυροβολημένος στην Κυνόσουρα- γύρω από τη Σαλαμίνα.
Έτσι οι Πέρσες, αιφνιδιάστηκαν όταν με την ανατολή του ήλιου ολόκληρος ο ελληνικός στόλος κινήθηκε εναντίον τους. Στο δεξιό άκρο ήταν παραταγμένα τα δεκάξι πλοία των Σπαρτιατών υπό τον Ευρυβιάδη, απέναντι από το στόλο των Ιώνων, και ακολουθούσαν τα πλοία των Αιγινητών και των άλλων ελληνικών πόλεων? στο αριστερό άκρο, αντιμέτωπες προς τους Φοίνικες, βρίσκονταν οι 180 αθηναϊκές τριήρεις με το Θεμιστοκλή. Πρώτα επιτέθηκαν τα αθηναϊκά πλοία και σε λίγο η ναυμαχία γενικεύτηκε: στην αρχή ο αγώνας ήταν αμφίρροπος, αλλά τα αθηναϊκά πλοία, χάρη στην υπεροχή των πληρωμάτων τους και στην επιδέξια τακτική του αρχηγού τους, κατόρθωσαν να τρέψουν σε φυγή τα φοινικικά πλοία και να κυκλώσουν από τα πλάγια τον υπόλοιπο εχθρικό στόλο. Από τότε κρίθηκε η τύχη της ναυμαχίας: σύγχυση και αταξία επικράτησε στην περσική παράταξη και τελικά οι Πέρσες τράπηκαν σε φυγή προς το Φάληρο, καταδιωκόμενοι από τους Έλληνες. Όταν πλησίαζε το τέλος της ναυμαχίας, ο Αριστείδης, επικεφαλής Αθηναίων οπλιτών, αποβιβάστηκε στην Ψυττάλεια και εξόντωσε μέχρις ενός τους Αθνάνατους. Τη ναυμαχία παρακολούθησε ο Ξέρξης από μια πλαγιά του Αιγάλεω, ίσως το σημερινό Πέραμα, που κατ’ ευφημισμό ονομάζεται “λόφος Ξέρξου”.
Η ναυμαχία τελείωσε με σοβαρότατες απώλειες για τους Πέρσες: παραδίνεται ότι έχασαν 200 πλοία, και μεγάλο μέρος των πληρωμάτων τους, ενώ οι Έλληνες μόνο 40. Πέρα όμως από τις απώλειες σε ανθρώπους και πλοία, η σημασία της ναυμαχίας της Σαλαμίνας είναι μεγάλη, γιατί αποθάρρυνε τους Πέρσες και τους έκανε να εγκαταλείψουν ουσιαστικά τον αγώνα για την κατάκτηση της ελληνικής χερσονήσου, αν και διάθεταν ακόμα δυνάμεις πολύ μεγαλύτερες από εκείνες των Ελλήνων? ο ίδιος ο Ξέρξης εγκατέλειψε τα στρατεύματά του στο Μαρδόνιο και έφυγε στην Ασία. Η εκστρατεία των Περσών τελείωσε και τυπικά τον επόμενο χρόνο με την μάχη των Πλαταιών και τη μάχη της Μυκάλης όπου γνώρισαν βαριές ήττες.