Αρχαιολογικός χώρος Μεσημβρίας – Ζώνης
Στα τέλη του 7ου αι. π.Χ., Έλληνες άποικοι από τη Σαμοθράκη, κτίζουν στα νοτιοανατολικά παράλια της Θράκης, ανάμεσα στον Ίσμαρο και τον Έβρο, μια σειρά από φρούρια-πόλεις που ο Ηρόδοτος ονομάζει “Σαμοθρηΐκια τείχεα”. Οι αποικίες αυτές αποτέλεσαν την περαία της Σαμοθράκης. Από τα δυτικά προς τα ανατολικά, με επιφύλαξη για την οριστική τους θέση αυτές είναι: η Μεσημβρία, η Ζώνη, η Δρυς, η Σάλη, η Τέμπυρα και το Χαράκωμα. Από αυτές μόνο μία έχει εντοπιστεί και ανασκάπτεται συστηματικά, η Μεσημβρία σύμφωνα με την αρχική άποψη, ή η Ζώνη, σύμφωνα με τα νεότερα ανασκαφικά στοιχεία Βρίσκεται σε απόσταση 20 χιλ. περίπου δυτικά της Αλεξανδρούπολης, στα ανατολικά μιας μικρής πεδιάδας που τη διασχίζει ένας χείμαρρος γνωστός ως Σαπλί Ρέμα. Η πόλη φαίνεται να ιδρύθηκε τον 6ο αι. π.Χ. ενώ έφτασε στο απόγειο της ακμής της στην περίοδο από τους κλασικούς χρόνους μέχρι και τα μέσα του 4ου αι. π.Χ.
Η Μεσημβρία-Ζώνη, όπως και οι υπόλοιπες αποικίες της Σαμοθράκης, αρχικά εξυπηρετούσε τις ανάγκες της μητρόπολης σε αγροτικά προϊόντα και την εμπορική επικοινωνία με τα θρακικά φύλα της ενδοχώρας. Όμως ο αρχικός αγροτικός χαρακτήρας της πέρασε σχετικά νωρίς – ήδη από τον 6ο αι. π.Χ. – σε δεύτερη μοίρα, καθώς οι εμπορικές συναλλαγές και η θαλάσσια διακίνηση αγαθών αποδείχτηκαν ιδιαίτερα ασφαλείς και επικερδείς. Έτσι η πόλη εξελίχτηκε γρήγορα σε σημαντικό εμπορικό κέντρο και γνώρισε μεγάλη ανάπτυξη κατά τον 5ο και 4ο αι. π.Χ. Την οικονομική ευρωστία της πόλης φανερώνει και το ποσό των δύο ταλάντων που καθορίστηκε για την εισφορά στο ταμείο της Α΄ Αθηναϊκής Συμμαχίας. Όμως η διείσδυση της αθηναϊκής δύναμης στην περιοχή, η επιβολή στις αποικίες της Σαμοθράκης ενός μάλλον δυσβάστακτου φόρου, καθώς και πιθανόν και γεγονότα για τα οποία λείπουν εντελώς γραπτές ιστορικές μαρτυρίες, οδήγησαν βαθμιαία – από τα μέσα του 4ου αι. π.Χ. – σε παρακμή και σταδιακή εγκατάλειψη.
Το σκηνικό αλλάζει ριζικά στα χρόνια της μακεδονικής κυριαρχίας (356 π.Χ.) και παγιώνεται με τη ρωμαϊκή κατάκτηση (46 μ.Χ.) καθώς προτιμώνται πλέον οι χερσαίοι δρόμοι που συνδέουν τις μακεδονικές πρώτα, ρωμαϊκές έπειτα αποικίες της ενδοχώρας και έτσι το ενάλιο εμπόριο ατονεί. Ιδρύονται χερσαίες πόλεις με πολιτικο-στρατιωτικό χαρακτήρα που λόγω της γεωγραφικής τους θέσης αναλαμβάνουν ηγετικό ρόλο στη διακίνηση των αγαθών. Η Εγνατία οδός ασφαλώς επιτάχυνε τη φθίνουσα πορεία των παραλιακών αποικιών. Δεν υπάρχουν στοιχεία που να μαρτύρουν βίαιη καταστροφή της Μεσημβρίας – Ζώνης. Το πιθανότερο είναι ότι στα χρόνια της παρακμής η πόλη σταδιακά εγκαταλείπεται. Με συρρικνωμένη πιά μορφή υφίσταται μέχρι το 200 π.Χ. περίπου, χωρίς να διαθέτει πλέον δική της νομισματοκοπία. Για την περίοδο από το 100 π.Χ. έως και τον 5ο αι. μ.Χ. (πρώτοι βυζαντινοί χρόνοι) έχουμε ελάχιστα μόνο ίχνη που δηλώνουν περιστασιακή κατοίκηση, αγροτικού μάλλον χαρακτήρα.
Η Μεσημβρία-Ζώνη παρουσιάζει την εικόνα μιας ελληνικής πόλης, που ιδρύθηκε σε μια εποχή δυναμικού και φιλόδοξου επεκτατισμού, εδραιώθηκε κάτω από δύσκολες συνθήκες, άκμασε χάρη στο υψηλό πολιτιστικό επίπεδο και την επιχειρηματική διορατικότητα των ανθρώπων της και παράκμασε φυσιολογικά, ακολουθώντας τις εσωτερικές εξελίξεις που σήμαναν τo τέλος του αρχαίου ελληνικού κόσμου.
Ο αρχαιολογικός χώρος της Μεσημβρίας-Ζώνης ήταν ήδη γνωστός από τις αρχές του 20ου αιώνα, όταν Βούλγαροι στρατιωτικοί σκάβοντας για επάκτια χαρακώματα, αποκάλυψαν οικοδομικό υλικό και θραύσματα αγγείων που υποδήλωναν την ύπαρξη οικισμού. Το 1966 άρχισε η πρώτη συστηματική ανασκαφή με χρηματοδότηση της Αρχαιολογικής Εταιρείας. Η έρευνα συνεχίζεται και σήμερα από τη ΙΘ΄ ΕΠΚΑ Θράκης.
Ο αρχαιολογικός χώρος της Μεσημβρίας-Ζώνης περιλαμβάνει την πόλη και το νεκροταφείο της. Η πόλη περιβάλλεται από τείχος, ενισχυμένο κατά διαστήματα με πύργους και περικλείει στα βόρεια την ακρόπολη του οικισμού. Το νότιο τμήμα έχει διαβρωθεί από τη θάλασσα. Μέσα στα όρια του τείχους αποκαλύφτηκε μεγάλο μέρος του πολεοδομικού ιστού. Διακρίνονται δρόμοι, σύνολα κατοικιών και υπάρχουν ενδείξεις και για την ύπαρξη εμπορικού κέντρου. Έχουν επίσης βρεθεί δύο δημόσια κτήρια, ένα ιερό αφιερωμένο στη Δήμητρα και ένας ναός του Απόλλωνα. Στο νοτιοδυτικό τμήμα της πόλης υπάρχει περιτειχισμένη συνοικία που πιθανόν σχετίζεται με την περίοδο παρακμής της.
Το ανατολικό σκέλος του τείχους διχοτομείται και χωρίζει την πόλη σε δύο τμήματα. Από αυτά, το δυτικό είναι το μεγαλύτερο και αποτελεί το χώρο της κύριας πόλης. Το ανατολικό τμήμα δεν έχει ερευνηθεί και δεν είναι ακόμα σαφής ο λόγος ύπαρξής του. Στο δυτικό τείχος σώζεται διβαθμιδωτή κρηπίδα και πύλη που αποτελεί τη μόνη διαπιστωμένη πρόσβαση στο εσωτερικό της πόλης. Επίσης, σε έναν από τους πύργους του δυτικού τείχους σώζονται εγχάρακτες επιγραφές του 4ου αι. π.Χ., με τα ονόματα ΑΔΑΜΑΣ ΒΟΣΤΑΔΟΣ και ΜΥΡΣΙΝΗ ΑΛΚΕΒΙΑΔΟ. Ως προς τη δομή του τείχους κυριαρχεί το ψευδοϊσόδομο σύστημα, αλλά χρησιμοποιήθηκε και το λέσβιο, στο νότιο τμήμα του δυτικού τείχους. Τα κτίσματα της πόλης σώζονται κυρίως στο ύψος των θεμελίων. Σε όσα σώζεται ανωδομή, δεν ξεπερνά το 1 μ. Τα περισσότερα σχετίζονται με κατοικίες, υπάρχουν όμως ενδείξεις και για ύπαρξη εργαστηρίων. Οι κατοικίες ακολουθούν το συνηθισμένο τύπο των σπιτιών του 5ου και 4ου αι. π.Χ. και μερικές διέθεταν πάνω όροφο. Ασυνήθιστο εύρημα αποτελεί ο μεγάλος αριθμός αφμορέων (188) του 6ου και 5ου αι. π.Χ. που βρέθηκαν σε επαφή ο ένας με τον άλλο και με το στόμιο στο έδαφος, στα θεμέλια κτηριακού συγκροτήματος. Αποτελούσαν μάλλον σύστημα προστασίας του χωμάτινου δαπέδου από την υγρασία.
Το ιερό της Δήμητρας είναι μια μικρή κατασκευή σε επαφή με το ανατολικό σκέλος του τείχους, κοντά στο νότιο άκρο του. Ο ιερός χαρακτήρας του χώρου έγινε φανερός από ένα θησαυρό χρυσών, επίχρυσων, επάργυρων και χάλκινων αναθημάτων, ενώ χαρακτηρίστηκε ως ιερό Δήμητρας από ενεπίγραφο βάθρο που βρέθηκε εκεί και χρονολογείται στον 4ο αι. π.Χ. Το σημαντικότερο όμως δημόσιο κτήριο της πόλης είναι ο ναός του Απόλλωνα που χρονολογείται στους αρχαϊκούς χρόνους. Είναι ένα ορθογώνιο κτίσμα κοντά στο ανατολικό τείχος και τοποθετημένο παράλληλα προς αυτό. Έχει τα χαρακτηριστικά ναού πρόστυλου ή εν παραστάσι, ο τύπος του όμως δεν μπορεί να οριστικοποιηθεί καθώς σώζεται μόνο μέχρι το ύψος των θεμελίων. Ανάμεσα στο μεγάλο αριθμό ευρημάτων του υπήρχαν και πολλά θραύσματα αγγείων με εγχάρακτες επιγραφές, από τις οποίες φαίνεται ότι τα αγγεία αποτελούσαν αφιερώματα στο θεό Απόλλωνα. Ο ναός έχει ιδιαίτερη σημασία γιατί αποτελεί το μοναδικό ταυτισμένο αρχαϊκό ναό στη Θράκη και παράλληλα δηλώνει ότι η Μεσημβρία-Ζώνη, ήδη από τον 6ο αι. π.Χ., λειτουργούσε σαν οργανωμένη πόλη.
Στο νοτιοδυτικό άκρο της πόλης, ένα τμήμα της περιτειχίστηκε με συμπληρωματικό εσωτερικό τείχος και μέσα σ’ αυτό αναπτύχθηκε ένας μικρός οικισμός που τοποθετείται σ’ ένα χρονολογικό φάσμα που ξεκινά τουλάχιστον το 305 π.Χ. και φτάνει μέχρι τα ρωμαϊκά χρόνια. Δεν είναι ακόμη γνωστό ποιες συνθήκες οδήγησαν στην ίδρυση του, φαίνεται πάντως ότι δημιουργήθηκε στα χρόνια της παρακμής, για να εξυπηρετήσει όσους κατοίκους απέμειναν, καθώς η πόλη είχε σχεδόν εγκαταλειφτεί.
Έξω από το τείχος, στα δυτικά της πόλης, απλώνεται το νεκροταφείο της, όπου έχουν βρεθεί τάφοι που καλύπτουν όλο σχεδόν το φάσμα της αρχαίας ταφικής τελετουργίας και χρονολογούνται κυρίως στον 5ο και 4ο αι. π.Χ. Τα εξαιρετικά πλούσια ευρήματά τους φανερώνουν πλούτο, ακμή και υψηλό πολιτιστικό επίπεδο.