Πόλεμος του Γιομ Κιππούρ
Ο Πόλεμος του Γιομ Κιππούρ, ή αλλιώς Δ’ Αραβοϊσραηλινός πόλεμος, που συνέβη τον Οκτώβριο του 1973 αποτέλεσε την άρση της ταπείνωσης που υπέστησαν οι αραβικές χώρες μετά τον πόλεμο των έξι ημερών του 1967. Αυτός είναι και ο τελευταίος της σειράς των Αραβοϊσραηλινών πολέμων.
Μετά τον πόλεμο των έξι ημερών, το Ισραήλ εκτός από τις εκτάσεις που είχε καταλάβει, όπως τη χερσόνησο του Σινά (Αιγύπτου) και την ανατολική πλευρά του Ιορδάνη (Ιορδανίας) απέκτησε και αρκετά διπλωματικά όπλα, τα οποία χρησιμοποίησε για να αυξήσει την θέση του στην περιοχή. Η στάση αυτή υπήρξε αρκετά σκληρή, καθώς η τότε πρωθυπουργός του Ισραήλ Γκόλντα Μέιρ, αρνούνταν συστηματικά ικανοποιητικές παραχωρήσεις προς τα αραβικά κράτη. Επιπλέον, ο πρωθυπουργός της Αιγύπτου, Γκαμάλ Άμπντελ Νάσερ, μετά την ανάκληση της παραίτησής του διατηρούσε πλέον την πολιτική των τριών όχι (όχι στην αναγνώριση του Ισραήλ, στις διαπραγματεύσεις με αυτό και στην ειρήνη) υπό την νέα υφιστάμενη κατάσταση.
Ο Νάσερ άρχισε ένα εντατικό εξοπλιστικό πρόγραμμα, κατά το οποίο αναπληρώθηκε όλο το στρατιωτικό υλικό που χάθηκε στον πόλεμο των έξι ημερών μέσα σε δύο χρόνια. Κύριος προμηθευτής αυτών των εξοπλισμών, βεβαίως με αντισταθμιστικά οφέλη ήταν η ΕΣΣΔ, η οποία και ενίσχυσε με επιπλέον 3.000 στρατιωτικούς συμβούλους στο Κάιρο ανεβάζοντας τον τότε αριθμό των Σοβιετικών στρατιωτικών στους 20.000. Τον Ιούλιο του ’69 εγκαινιάστηκε από τον Νάσερ ο Πόλεμος της Φθοράς δημιουργώντας σποραδικές μικρής κλίμακας συγκρούσεις στην ανατολική όχθη της διώρυγας του Σουέζ σε αντιστάθμιση παρόμοιων δρστηριοτήτων των Ισραηλινών. Ωστόσο το σχέδιο αυτό έπαψε με τον θάνατο του Νάσερ τον Σεπτέμβριο του 1970.
Ο μέχρι τότε αντιπρόεδρος της κυβέρνησης Ανουάρ Σαντάτ, που ανέλαβε στη συνέχεια πρόεδρος της Αιγυπτιακής Δημοκρατίας, ακολούθησε τη γραμμή του Νάσερ με μια πιο συντηρητική όμως πολιτική. Τον Ιανουάριο του 1971 ο μεσολαβητής του ΟΗΕ στην περιοχή, Γκούναρ Γιάρινγκ, σε συνεννόηση με την κυβέρνηση Νίξον και τον Χένρυ Κίσινγκερ, ζήτησε υποχωρήσεις και από τις δύο πλευρές. Το Φεβρουάριο ο Ανουάρ Σαντάτ, μετά από αμερικανικές υποσχέσεις οικονομικής βοήθειας έδωσε το πρώτο Αιγυπτιακό “ναι” σε διαπραγματεύσεις. Από το Ισραήλ η Μέιρ, έδωσε αρνητική απάντηση, κατηγορώντας τον Γιάρινγκ και τον γενικό γραμματέα του ΟΗΕ, Γιου Θαντ, ότι απαιτούσε την αποχώρηση των Ισραηλινών δυνάμεων από τις νεοκατεχόμενες περιοχές στην προ του ’67 εποχή.Έτσι από το καλοκαίρι του 1972 άρχισαν οι δημόσιες απειλές, της Αιγύπτου και της Συρίας (προέδρου Άσσαντ) προς το Ισραήλ.
Η επίθεση των αυγυπτίων στο κανάλι του ΣουέζΗ νέα συνοριακή μεθόριος Αιγύπτου – Ισραήλ εκτεινόταν στα 145 χλμ., ενώ της Συρίας – Ισραήλ σε 64 χλμ. Μετά τον πόλεμο του ’67 οι ισραηλινοί δημιούργησαν οχυρώματα στην διώρυγα του Σουέζ. Οι οχυρώσεις αυτές πήραν το όνομα “Γραμμή Μπάρ-Λεβ”. Καθώς η διώρυγα του Σουέζ δημιουργούσε φυσικές οχυρώσεις, από τα πλευρικά αναχώματα, οι ισραηλινοί έκαναν έργα εκβάθυνσης των αναχωμάτων, ενώ έχτιζαν περιμετρικά ένα τσιμεντένιο οχύρωμα κάθε 7-10 χλμ, με περίμετρο 300 μέτρα, προστατευμένα από συρματοπλέγματα και ναρκοθετημένες περιοχές. Η λάσπη και η άμμος που μαζεύονταν συσσωρεύονταν στην ανατολική όχθη, δημιουργώντας υψίπεδα ύψους 20 μέτρων και βάθους 10 μέτρων.
Στις αρχές Οκτωβρίου του 1973 η διεύθυνση Πληροφοριών του Ισραηλινού στρατού (AMAN) και ο αρχηγός της υποστράτηγος Έλι Ζέιρα, συνέταξαν μια έκθεση, η οποία έμεινε στην ιστορία ως το μεγαλύτερο φιάσκο στην ιστορία των ισραηλινών μυστικών υπηρεσιών. Το συμπέρασμα της έκθεσης ήταν πως οι πιθανότητες αραβικής επίθεσης ήταν ελάχιστες, παρ’όλο που οι δημόσιες απειλές των αράβων γίνονταν συχνότερες, και ο βασιλιάς της Ιορδανίας υποδείκνυε το αντίθετο. Το πρωί της 6ης Οκτωβρίου υπήρξε πληροφόρηση από πληροφοριοδότη, πως ο πόλεμος ήτανε σίγουρος, και τα ισραηλινά στρατεύματα άρχισαν τις κινητοποιήσεις.
Στις 13:55 άρχισε η αιγυπτιακή επίθεση. Για να ξεπεραστεί το πρόβλημα της άμμου χρησιμοποιήθηκαν αντλίες νερού που άλλαξαν την ροή του νερού και αύξησαν την στάθμη με αποτέλεσμα να καταρρεύσει η συσσωρευμένη άμμος. Τα αιγυπτιακά άρματα πέρασαν το κανάλι μέσω πλωτών γεφυρών, ενώ αλεξιπτωτιστές έπεσαν στα νώτα της γραμμής άμυνας των ισραηλινών. Ταυτόχρονα υπήρξε αεροπορική και αντιαεροπορική κάλυψη. Μέχρι την 8η Οκτωβρίου οι αιγύπτιοι είχαν προελάσει σε βάθος μόλις 6 χλμ.
Παράλληλα άρχισε και η Συριακή επίθεση. Τα συριακά στρατεύματα με μπουλντόζες και εξοπλισμό ανίχνευσης ναρκών προωθήθηκαν στην ουδέτερη ζώνη, εξαναγκάζοντας σε μερικές περιπτώσεις τους ισραηλινούς να υποχωρήσουν στα πρότερα σύνορά τους.
Η απόπειρα περικύκλωσης της αιγυπτιακής 3ης στρατιάςΠαράλληλα οι αραβικές χώρες του OPEC επέβαλαν εμπορικό αποκλεισμό στις εξαγωγές πετρελαίου προς αμερικάνικες εταιρείες, και μείωση των εξαγωγών κατά 5% κάθε μήνα προς τις χώρες της Δυτικής Ευρώπης, δημιουργώντας έτσι την Α’ πετρελαϊκή κρίση. Παραταύτα στο συριακό μέτωπο οι ισραηλινές δυνάμεις σημείωσαν αξιοσημείωτη πρόοδο απωθώντας τους Συρίους από την ουδέτερη ζώνη, παραμένοντας αγκυστρωμένοι στα υψίπεδα του Γκολάν.
Στις 8 Οκτωβρίου υπήρξε η πρώτη επίθεση των ισραηλινών, με σκοπό να δημιουργήσουν ρήγματα στην αιγυπτιακή επίθεση, χωρίς όμως τα αναμενόμενα αποτελέσματα. Επιπλέον υπήρξε και αμερικάνικη επιχείριση μεταφοράς στρατιωτικού εξοπλισμού προς το Ισραήλ από αμερικανικά αεροπλανοφόρα που έπλεαν τότε στην ανατολική Μεσόγειο.
Στο συριακό μέτωπο από τις 11 μέχρι τις 14 Οκτωβρίου, οι ισραηλινές δυνάμεις απώθησαν τις συριακές προς την Δαμασκό, η οποία όμως ενισχύθηκε με 30.000 Ιρακινούς και 500 άρματα.
Στις 14 Οκτωβρίου, άρχισε η μεγαλύτερη μάχη αρμάτων μετά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο στην οποία έλαβαν μέρος περίπου 1.000 αιγυπτιακά οχήματα εναντίον περίπου 800 ισραηλινών. Η πλάστιγγα άρχισε να γέρνει υπέρ των ισραηλινών μετά την νίκη τους στην μάχη.
Την 15η Οκτωβρίου, τέθηκε σε εφαρμογή η επιχείρηση Valiant, που επιδίωκε την αποκοπή των αιγυπτιακών στρατευμάτων από τους δρόμους ανεφοδιασμού του. Ισραηλινοί στρατιώτες πέρασαν στην δυτική όχθη του Σουέζ. Μέχρι τις 21 Οκτωβρίου η αιγυπτιακή 3η στρατιά είχε μόνο έναν δρόμο ανεφοδιασμού τον οποίο αμύνονταν.Τέλος στις 22 Οκτωβρίου από τις 18:00 έγινε γνωστό πως θα πρέπει να επιβληθεί κατάπαυση του πυρός.
Τις τελευταίες μέρες του πολέμου οι δυτικές χώρες τις Ευρώπης αρχίζουν διαπραγματεύσεις για την κατάπαυση του πυρός. Όσο οι ισραηλινοί έκλειναν τον κλοιό γύρω από την 3η αυγυπτιακή στρατιά, οι σοβιετικοί πίεζαν για κατάπαυση του πυρός, με την από κοινού με τις ΗΠΑ παρέμβαση. Ωστόσο η κατάπαυση του πυρός καθυστερούσε με αποτέλεσμα, περίπου 90-100 σοβιετικά πολεμικά πλοία να κατευθύνονται στη Μεσόγειο, ενώ αμερικανικά ραντάρ εντόπισαν σε ένα από αυτά ίχνη πυρηνικών κεφαλών.
Τελικά στις 22 Οκτωβρίου, μετά από αμερικανοσοβιετικό ψήφισμα, η Συρία επέστρεψε στα προπολεμικά σύνορά της, ενώ η Αύγυπτος ανέκτησε τον πλήρη έλεγχο στις δύο όχθες του καναλιού του Σουέζ, καθώς και μια λωρίδα γης στην δυτική όχθη του Σινά. Στα νέα αυτά σύνορα στη συνέχεια εστάλησαν ειρηνευτικές δυνάμεις από τον ΟΗΕ.
Στις 24 Οκτωβρίου ψηφίστηκε από το Συμβούλιο Ασφαλείας κατάπαυση του πυρός. Μερικές σποραδικές επιχειρήσεις μετά την 26η του Οκτώβρη διακόπηκαν μετά από παρέμβαση των Σοβιετικών. Στις 28 Οκτώβρη υπήρξαν απευθείας συνομιλίας ανάμεσα σε Αυγύπτιους και Ισραηλινούς όπου και υπογράφθηκε η τελική εκεχειρία που οδήγησε στην διάσκεψη της Γενεύης. Στις 18 Ιανουαρίου οι Ισραηλινοί αποδέχτηκαν να αποσύρουν τις δυνάμεις τους από την ανατολική όχθη του καναλιού του Σουέζ.
Από εκείνη την εποχή υπήρξαν στενότερες συνομιλίες μεταξύ Αιγύπτου και Ισραήλ, με αποτέλεσμα να λυθούν οι διαφορές τους με την συνδρομή του αμερικανού προέδρου Τζίμι Κάρτερ στις 5 Σεπτεμβρίου του 1978 και οι ισραηλινοί να εγκαταλείψουν τη χερσόνησο του Σινά.
Επιπλέον ο πόλεμος του Γιομ Κιπούρ είχε και ελληνική εμπλοκή, καθώς ο δικτάτορας της Χούντας, Γεώργιος Παπαδόπουλος, αρνήθηκε την διέλευση και χρήση των αεροδρομίων της Σούδας και Ελευσίνας από τους αμερικανούς προς συνδρομή των ισραηλινών, σε αντίθεση μ΄ εκείνη της ελεύθερης παραχώρησης του εθνικού εναέριου χώρου, των ελληνικών χωρικών υδάτων και της χρήσης των πολεμικών αεροδρομίων το 1967. Συνέπεια αυτού ήταν η γνωστή διαδοχή του Παπαδόπουλου από τον Δ. Ιωαννίδη και η ανάληψη της Προεδρίας από τον στρατηγό Φ. Γκιζίκη.
πηγή: http://el.wikipedia.org