Τα Λαυρεωτικά
Το 1864 ιδρύεται η εταιρεία «Roux-Serpieri-Fressynet C.E.» από τον ιταλό μεταλλειολόγο Τζιοβάνι Μπατίστα Σερπιέρι και τους γάλλους χρηματοδότες Roux και Fressynet, οι οποίοι στηριζόμενοι στη μελέτη του μεταλλειολόγου Ανδρέα Κορδέλλα για τον πλούτο του υπεδάφους της περιοχής αγοράζουν από τη Μονή Πεντέλης και την κοινότητα Κερατέας πάνω από 11.000 στρέμματα στην ευρύτερη περιοχή του Λαυρίου. Ο τόπος ήταν γνωστός από την αρχαιότητα για τα μεγάλα κοιτάσματα σιδηρομεταλλεύματος και αργυρούχου μόλυβδου, αλλά τα μεταλλεία υπολειτουργούσαν για πολλά χρόνια.
Ουσιαστικά μιλάμε για την πρώτη μεγάλη εισβολή ξένου κεφαλαίου στη χώρα μας, που έθεσε το πλαίσιο λειτουργίας όλων των επερχόμενων «επενδύσεων»: παντελής αδιαφορία για το εργατικό δυναμικό και αποικιοκρατική λογική στις σχέσεις του με το ελληνικό κράτος. Η μεγάλη φτώχεια της εποχής οδηγεί ανθρώπους από όλη τη χώρα στο να εργαστούν στους ξένους που «δουλεύουν με μοντέρνα συστήματα».
Πράγματι, η εταιρεία προχωράει σε σημαντικές επενδύσεις, όπως διαμόρφωση της προβλήτας στο λιμάνι του Λαυρίου, διάνοιξη δρόμων κ.λπ., με το συνολικό ποσό που τοποθετεί στην περιοχή να φτάνει τα 15 εκατομμύρια δραχμές, νούμερο τεράστιο για την εποχή. Στην πράξη, όμως, θέτει τις βάσεις μιας οικονομικής αυτοκρατορίας με δομή οργανωμένης αλλά ασύδοτης αποικίας που θα έχει υπηκόους – δούλους και αφεντικά – δυνάστες.
Οι εργαζόμενοι στα μεταλλεία θυμίζουν δουλοπάροικους που έχουν μόνο υποχρεώσεις. Δουλεύουν μέρα – νύχτα σε άθλιες συνθήκες εργασίας, χωρίς κανένα εργασιακό δικαίωμα και χωρίς φυσικά καμία υγειονομική περίθαλψη ή σύνταξη. Όσοι καταφέρνουν να παραμείνουν για μεγάλο διάστημα στις ανήλιαγες στοές, με τον καιρό καθίστανται άχρηστοι για οποιαδήποτε άλλη εργασία και πετιούνται στον δρόμο για να έρθουν οι επόμενοι. Και φυσικά η περιοχή του Λαυρίου κατακλύζεται από ένα σύννεφο μολύβδου, που έχει σαν αποτέλεσμα οι κάτοικοί της να έχουν τα περισσότερα (αναλογικά με τον πληθυσμό) κρούσματα νεοπλασιών των πνευμόνων σε όλη τη χώρα.
Σαν να μην έφτανε η εκμετάλλευση του κόπου τους, η εταιρεία «φροντίζει» να πάρει πίσω τα ελάχιστα χρήματα που τους δίνει. Εισάγει για πρώτη φορά την πληρωμή σε εταιρικό νόμισμα που έχει αντίκρισμα μόνο σε μαγαζιά της εταιρείας στην ευρύτερη περιοχή, με αποτέλεσμα και αυτά τα λίγα χρήματα που δίνει στους εργαζόμενους να επιστρέφουν πάλι σε αυτή…
Στην επιφάνεια των τεράστιων αγορασμένων εκτάσεων βρίσκονταν διάσπαρτοι χιλιάδες τόνοι σκωριών και εκβολάδων του λαυρεωτικού υπεδάφους. Δηλαδή «φτωχού μεταλλεύματος» που επειδή από την αρχαιότητα μέχρι τότε δεν μπορούσε να αξιοποιηθεί, σωριάζονταν σε μεγάλες ποσότητες που δημιουργούσαν ολόκληρους λοφίσκους. Τώρα όμως υπήρχε τρόπος αξιοποίησης αυτού του ανεπεξέργαστου θησαυρού και η εταιρεία προχώρησε στην άμεση εκμετάλλευσή του χωρίς φυσικά να ενημερώσει την πολιτεία.
Όταν αυτό έγινε αντιληπτό από τον κόσμο άρχισαν οι αντιδράσεις, που κορυφώθηκαν όταν στο «παιχνίδι» μπήκε η αντιπολίτευση του Επαμεινώνδα Δεληγεώργη, η οποία, θέλοντας να φθείρει την κυβέρνηση, άρχισε να διασπείρει φήμες ότι σε αυτές τις εκβολάδες υπάρχει χρυσάφι το οποίο η κυβέρνηση Κουμουνδούρου έχει παραχωρήσει στους ξένους. Άνθρωποί της μάλιστα περιφέρονταν στην πόλη έχοντας στα χέρια τους μετάλλευμα ανακατεμένο με χρυσόσκονη, πείθοντας σιγά σιγά τον λαό ότι στο Λαύριο βρισκόταν η λύση στα ανυπέρβλητα οικονομικά προβλήματα του κράτους.
Μπροστά στην αυξανόμενη πίεση από αντιπολίτευση, κόσμο και εφημερίδες που είχαν μπει στο παιχνίδι, η κυβέρνηση υποβάλλει νομοσχέδιο τον Μάιο του 1871, που αναφέρει ότι οι εκβολές και οι σκωρίες του Λαυρίου θα αποτελούσαν πλέον κρατική περιουσία, διότι ως προϊόντα ανθρώπινης εργασίας δεν εντάσσονταν στον νόμο του 1861 «περί μεταλλείων».
Το αυτονόητο αυτό δικαίωμα της χώρας προκάλεσε την άμεση αντίδραση Ιταλίας – Γαλλίας που μέσω των πρεσβευτών τους στην Ελλάδα άρχισαν να εκτοξεύουν απειλές: «(…) αι δύο δυνάμεις ευρεθείσαι εις την ανάγκην θ? αντιτάξουν αλλαχού ή εις το συμβιβαστικόν πνεύμα της ελληνικής κυβερνήσεως τα μέσα προς διάσωσιν των συμφερόντων της ιταλογαλλικής εταιρείας». Οι πιέσεις από το εξωτερικό εντάθηκαν φτάνοντας μέχρι τις άμεσες απειλές της στρατιωτικής επέμβασης για την υπεράσπιση της εταιρείας…
Η υπόθεση είχε ξεφύγει από τα οικονομικά πλαίσια και είχε εξελιχθεί σε ζήτημα εθνικής αξιοπρέπειας, με αποτελεσμα, όπως γίνεται πάντα σε αυτές τις περιπτώσεις, να ψάχνουμε τρόπο να… υποχωρήσουμε εθνικά υπερήφανα… Στο προσκήνιο υπήρχαν πύρινες δηλώσεις, όπως αυτή του τότε πρωθυπουργού (πλέον) Επαμεινώνδα Δεληγεώργη τον Ιούλιο του 1872:
«Η εν λόγω εταιρεία καρπούται τον πλούτον του Λαυρείου κυριαρχεί ανθ? ημών ούτε καν διοικούντων ένθα αυτή υπάρχει… αδικεί και υβρίζει ημάς… δεν υπάρχει αφορμή να κατακρίνωσιν ημάς αλλά μάλλον να εκπλαγώσι διά την ανοχήν μας οι ξένοι και μόνον εις το έθνος απόκειται ήδη να δρίνη, αν η ανοχή αυτή των κυβερνώντων εντελώς δικαιολογείται εκ του δυσκόλου των περιστάσεων».
Στο παρασκήνιο όμως αναζητούνταν λύση για την έξοδο από την κρίση και αυτή βρέθηκε το 1873 στο ελληνικό παροικιακό κεφάλαιο μέσω του εκπροσώπου της «Τράπεζας Κωνσταντινουπόλεως» Ανδρέα Συγγρού, που ανέλαβε τα δικαιώματα εκμετάλλευσης του Λαυρίου ιδρύοντας μια νέα εταιρεία. Έτσι, αντί 11.500.000 φράγκων δημιουργείται η Ελληνική Εταιρεία Μεταλλουργιών Λαυρίου, που υπογράφει σύμβαση με το Δημόσιο, στην οποία ανέφερε ότι θα του παραχωρούσε το 44% των καθαρών εσόδων της από την εκμετάλλευση του εδάφους της λαυρεωτικής γης.
Στην πράξη δηλαδή οι ξένοι πούλησαν αυτό που ο πολιτικός καιροσκοπισμός και η λαϊκή αφέλεια είχε φτάσει στα ύψη με την ανοχή της εταιρείας, ενώ οι ίδιοι κράτησαν στα χέρια τους το «φιλέτο» των απόλυτων δικαιωμάτων στο πλούσιο υπέδαφος της περιοχής.
Ο Ανδρέας Συγγρός, ζώντας για χρόνια στο εξωτερικό, εισάγει στη χώρα τα καινά δαιμόνια του χρηματιστηρίου σε έναν ανίδεο σε αυτά λαό, που ουσιαστικά ζει σε ένα πλαίσιο ημιφεουδαρχίας. Ο ίδιος λέει στα απομνημονεύματά του ότι επέστρεψε στην Ελλάδα για να εκμεταλλευτεί «την νηπιώδην κατάστασην του χρηματοοικονομικού κλάδου». Και τα καταφέρνει. Εκδίδει μετοχές της νέας εταιρείας και ο κόσμος παρασυρμένος από τη μακροχρόνια φημολογία περί αμύθητων θησαυρών του Λαυρίου, θεωρεί ότι αυτή είναι η ευκαιρία να αλλάξει η ζωή του για πάντα.
Αγοράζει μαζικά μετοχές και παρατηρούνται τα κλασικά φαινόμενα που οδηγούν μαθηματικά σε αυτό που ονομάζουμε σήμερα «φούσκα». Πουλιούνται χωράφια, περιουσίες μετατρέπονται σε χαρτιά, χρήματα βγαίνουν από τα σεντούκια και όλα αυτά χωρίς να υπάρχει καν χρηματιστήριο. Οι συναλλαγές γίνονταν στο (δεν είναι πλάκα) πατάρι του καφενείου… «Η ωραία Ελλάς» στη γωνία Ερμού και Αιόλου. Δηλαδή μπορούσες να παραγγείλεις έναν βαρύ γλυκό ή ένα «υποβρύχιο» μαζί με 20 μετοχές Λαυρίου.
Οι επιμελητές έκδοσης των απομνημονευμάτων του Συγγρού, Άλκης Αγγέλου και Μ. – Χ. Χατζηιωάννου, αναφέρουν χαρακτηριστικά: «Ξαφνικά ένα κοινό ανίδεο από οικονομικά, και το οποίο μπορούσε συνεπώς εύκολα να παρασυρθεί από λογής καιροσκόπους και κερδοσκόπους, εμπλέκεται σε μια δίνη πολυειδών ψευδαισθήσεων με άμετρες προσδοκίες.
Ευκολόπιστοι και καλόπιστοι, αλλά και αφελείς οι Αθηναίοι κυρίως, πιστεύουν ότι είναι δυνατόν μια επιχείρηση αμελημένη εντελώς από την αρχαιότητα να τους λύσει το οικονομικό πρόβλημα και να μετατρέψει από τη μια στιγμή στην άλλη τη χώρα τους σε γη επαγγελίας. Χωρίς να λάβουν καν υπόψη τους ότι εκείνος που είχε κινήσει όλη την υπόθεση ήταν ένας ξένος επιχειρηματίας, ο οποίος δεν ήταν δυνατόν να ταυτίσει τις προσωπικές του επιδιώξεις από την επιχείρηση με τις προσδοκίες των Ελλήνων».
Όπως ήταν φυσικό, αυτό δεν μπορούσε να συνεχιστεί για πολύ. Ο Συγγρός γνώριζε πολύ καλά ότι μπορεί από τις αρχαίες εκβολάδες να μην έβγαινε ποτέ χρυσάφι, αλλά μπορούσε να βγει από τη φημολογία, την υπερτίμηση μετοχών και την πώλησή τους όταν αυτές έφταναν στα ύψη. Και έτσι έκανε. Φυσικά επακολούθησε πανικός και τις ελπίδες για εύκολο πλουτισμό τις αντικατέστησαν χρεοκοπίες και η πρώτη μεγάλη μεταφορά πλούτου στην Ελλάδα από τη μεσαία και κατώτερη τάξη στο μεγάλο κεφάλαιο.
Η εταιρεία συνέχισε να λειτουργεί μέχρι την πλήρη αξιοποίηση των εκβολάδων και των σκωριών το 1917, ενώ η ιταλογαλλική εταιρεία συνέχισε την εκμετάλλευση του υπεδάφους της περιοχής μέχρι το 1977. Σήμερα οι συναλλαγές μπορεί να μην γίνονται στο καφενείο «Η ωραία Ελλάς», αλλά πολλές δομές του χρηματιστηρίου ? όπως αποδεικνύεται από τα αποτελέσματα ? διατηρούν την καφενειακή λογική.
πηγή http://www.topontiki.gr/Pontiki/index.php?option=com_content&task=view&id=3403&Itemid=53