Μάχη του Μαντζικέρτ
Η μάχη του Μαντζικέρτ στην Αρμενία έλαβε χώρα στις 19 Αυγούστου 1071 μεταξύ του βυζαντινού στρατού υπό την καθοδήγηση του Ρωμανού Δ’ Διογένη, και των Σελτζούκων Τούρκων του σουλτάνου Αλπ Αρσλάν. Ακόμα η ήττα αυτή ήταν η αρχή της απώλειας εδαφών, από τους Βυζαντινούς, της Μικράς Ασίας. Η πανωλεθρία των βυζαντινών στρατευμάτων είχε ως αποτέλεσμα τη μόνιμη εγκατάσταση των Σελτζούκων Τούρκων στη Μικρά Ασία. Ο αυτοκράτορας Ρωμανός Δ’ Διογένης αιχμαλωτίστηκε και απελευθερώθηκε μετά την καταβολή λύτρων, ενώ η βυζαντινή αυτοκρατορία υποχρεώθηκε στην καταβολή ετήσιου φόρου και την απελευθέρωση των αιχμαλώτων.
Σύμφωνα με αρκετούς ιστορικούς την ευθύνη για την ήττα φέρει η κρατούσα τάξη της βυζαντινής αυτοκρατορίας για λόγους καθαρά οικονομικούς, ως αντίδραση προς την προσπάθεια του Ρωμανού Δ’ να συγκεντρώσει φόρους που θα επέτρεπαν την αποκατάσταση της ισχύος των βυζαντινών στρατευμάτων.
Σύμφωνα με την Παγκόσμια Ιστορία της Ακαδημίας Επιστημών της Σοβιετικής Ένωσης αναφέρεται ότι:
«Στα μέσα του 11ου αιώνα γίνονταν στο Βυζάντιο άγριοι φεουδαρχικοί εμφύλιοι πόλεμοι που χαρακτηρίζονται από την ένταση του φεουδαρχικού κομματιάσματος. Η πάλη για το θρόνο ανάμεσα στις διάφορες μερίδες της κυρίαρχης τάξης έφτασε σε οξύτατο σημείο. Από το 1057 ως το 1081 άλλαξαν πέντε αυτοκράτορες. Οι φεουδαρχικοί εμφύλιοι πόλεμοι έγιναν αιτία να εξασθενίσει το βυζαντινό κράτος και να χειροτερεύσει η εξωτερική πολιτική του θέση του. Στην κατάρρευση της στρατιωτικής δύναμης του Βυζαντίου βοήθησε και η μετατροπή των ελεύθερων αγροτών σε δουλοπάροικους, καθώς και η καταστροφή των στρατιωτών».
Ακόμα ένα στοιχείο που οδήγησε στην ήττα του βυζαντινού στρατεύματος ήταν ότι βασιζόταν σε ξένους μισθοφορικούς στρατούς. Το στράτευμα του Ρωμανού αποτελούνταν από Νορμανδούς, Βούλγαρους, Πετσενέγγους, Φράγκους, Αλανούς, Γότθους, Σλάβους, Χαζάρους, Τουρκομάνους, Κουμάνους και Ίβηρες από την Αρμενία. Ο θεματικός στρατός, ένας εμπειροπόλεμος και πιστός στην αυτοκρατορία στρατός, είχε μειωθεί σε δύναμη δραματικά εξαιτίας των λάθος χειρισμών των προκατόχων του θρόνου, αναγκάζοντας τον αυτοκράτορα Ρωμανό να καταφύγει σε μισθοφορικούς στρατούς.
Σε αυτά τα δυο προβλήματα προστέθηκε ένα τρίτο. Ο αυτοκράτορας δεν μπορούσε να εμπιστευθεί ανώτατους αξιωματούχους του στρατού και της πολιτικής σκηνής, καθώς πολλοί συνομωτούσαν εναντίον του. Από το στρατό του δεν μπορούσε να εμπιστευθεί τον διοικητή των Νορμανδών, τον στρατηγό Ουρσέλ ντε Μπαγιέλ, καθώς και τον διοικητή των Φράγκων, τον Μάγιστρο Ιωσήφ Ταρχανιώτη και τον Ανδρόνικο Δούκα, γιο του Ιωάννη Δούκα, πολιτικού αντιπάλου του Ρωμανού. Στη πολιτική σκηνή εκτός από τον Ιωάννη Δούκα, είχε να αντιμετωπίσει τον συγκλητικό Νικηφόρο Παλαιολόγο και τον Μιχαήλ Ψελλό που υποστήριζαν την οικογένεια των Δούκων στη διαδοχή του θρόνου. Παρόλα αυτά υπήρχαν τρια άτομα, παλαιοί συμπολεμιστές του αυτοκράτωρα όταν ήταν στρατηγός, τα οποία μπορούσε να εμπιστευθεί. Ήταν ο Μάγιστρος Κατεπάνω Νικηφόρος Βασιλάκιος, ο στρατηγός Θεόδωρος Αλυάτης που καταγώταν από τη Καππαδοκία και ο Δομέστικος των Σχολών της Δύσης Νικηφόρος Βρυέννιος.
Ο Ρωμανός πληροφορήθηκε ότι ο Αλπ Αρσλάν απουσίαζε από τη περιοχή της Αρμενίας, πολιορκώντας το Χαλέπι. Αμέσως κινητοποίησε το στρατό του, που αριθμούσε τους 40.000 άνδρες. Ο αριθμός των μάχιμων ανδρών ήταν 40.000 αλλά σε αυτόν το αριθμό δεν συμπεριλαμβάνονταν το βοηθητικό προσωπικό, το σώμα των εφοδιαστών του στρατού, το σώμα του μηχανικού, τον χρονικογράφων και το ετερόκλητο τσούρμο από απατεώνες που προσπαθούσαν να εκμεταλευτούν τη στρατία πουλώντας στους άντρες κρασί, γυναίκες ή ότι άλλο ήθελαν, σε εξωφρενικές τιμές. Ο Ρωμανός κινήθηκε προς τη Θεοδοσιούπολη και ύστερα θα βάδιζε προς το Ματζικέρτ, πριν ξεκινήσει για το σημαντικό αυτό φρούριο που έπρεπε να καταλάβει εάν ήθελε να έχει προφυλαγμένα τα νώτα του, έθεσε τον Ανδρόνικο Δούκα ως επικεφαλή της οπισθοφυλακής και έστειλε ανιχνευτές να ελέγξουν το πέρασμα. Οι ανιχνευτές τον διαβεβαίωσαν ότι δεν υπάρχει αντίπαλος στρατός μπροστά. Όμως ο αυτοκράτορας είχε υποπέσει σε δυο λάθη, πρώτα έθεσε τον γιο του πολιτικού του αντιπάλου, αρχηγό της οπισθοφυλακής και ύστερα δεν υπολόγισε το δίκτυο πληροφοριών του Αλπ Αρσλάν. Ο σουλτάνος ήταν μόλις μια μέρα μακριά από το Ματζικέρτ, ενώ ο Ρωμανός δεν το γνώριζε, καθώς είχε ενημερωθεί για τις κινήσεις του αυτοκράτορα και έλυσε την πολιορκία του Χαλεπίου και στο δρόμο συγκέντρωσε ακόμα πιο πολλούς μαχητές για να αντιμετωπίσει τους Βυζαντινούς. Ο Ρωμανός χώρισε το στρατό σε δυο τμήματα και έστειλε το ένα, με επικεφαλή των Ιωσήφ Ταρχανιώτη, με 20.000 άνδρες, συμπεριλαμβανομένων και των κατάφρακτων ιπποτών του ντε Μπαγιέλ, στα νότια του Ματζικέρτ. Για να καταλάβει τη πόλη του Χλιάτ, μια απόσταση 50 χιλιομέτρων, ώστε με αυτό το τρόπο να προφυλάξει το δεξιό πλευρό του δεύτερου τμήματος του στρατού, που διοικούσε ο Ρωμανός. Το δεύτερο τμήμα κατέλαβε το φρούριο του Ματζικέρτ, μια μέρα πριν τη μάχη, ενώ ανέμενε νέα από το τμήμα του Ταρχανιώτη. Την ίδια ώρα, ο Ταρχανιώτης, πρόδωσε τον Ρωμανό, καθώς ποτέ δεν κατευθύνθηκε στο Χλιάτ, αλλά έφυγε για την Μελιτηνή, στα νοτιοδυτικά, στα 150 χιλιόμετρα απόσταση από το πεδίο της μάχης.
Στις 25 Αυγούστου, του έτους 1071, ημέρα Πέμπτη στα ανατολικά της λίμνης Βαν, ένα ανιχνευτικό απόσπασμα Βυζαντινών με ένα Σελτζουκικό αψιμαχήσανε. Ο Ρωμανός έστειλε τον Νικηφόρο Βρυέννιο με μια μικρή δύναμη να απωθήσει το τουρκικό απόσπασμα, νομίζοντας ότι ήταν κάποιο τοπικό απόσπασμα. Όταν έφτασε ο Βρυέννιος στο σημείο της αψιμαχίας, διαπίστωσαν ότι έχουν να κάνουν με την εμπροσθοφυλακή του στρατεύματος του Αλπ Αρσλάν και το διοικούσε ο Νιζάμ Αλ Μούλκ, υπασπιστής του σουλτάνου. Ύστερα ο αυτοκράτωρας έστειλε για ενίσχυση τον Νικηφόρο Βασιλάκιο με πίο μεγάλες δυνάμεις για να απεγκλωβίσει τον Βρυέννιο. Στο στρατόπεδο επέστρεψε ο Βρυέννιος τραυματισμένος από δυο βέλη στη πλάτη και από ξίφος στο στήθος με πολλές απώλειες στο στράτευμά του ενώ ο στρατηγός Βασιλάκιος πίαστηκε αιχμάλωτος και οι άντρες του έπεσαν νεκροί μέχρι τον τελευταίο. Το ίδιο βράδυ οι Σελτζούκοι παρενόχλησαν το στρατόπεδο του Ρωμανού, με την προσφιλή τους τακτική, να καβαλάνε τα άλογα και να ρίπτουν τα βέλη τους και τα ακόντια τους εναντίον του εχθρού. Ο Ρωμανός έστειλε τους Κουμάνους ελαφρούς ιππείς και το βαρύ πεζικό να τους απωθήσει. Τα δυο σώματα τα κατάφεραν να τους απωθήσουν αλλά οι Κουμάνοι ύστερα πήραν το μέρος των Σελτζούκων, εγκαταλείποντας το στρατόπεδο του Ρωμανού και συντάχθηκαν με τον σουλτάνο ενώ αργότερα τους ακολούθησαν 2.000 Ούζοι. Ο Ρωμανός έμεινε με 25.000 άνδρες και με 3 στρατηγούς.
Ο Αλπ Αρσλάν παρέταξε το στράτευμα του σε σχήμα ημισελήνου, χωρισμένο σε τρεις διοικήσεις. Όλα τα σώματα ήταν ελαφρή ιππικό, εφοδιασμένο με βέλη, ακόντια και χαντζάρες. Πιο πίσω βρισκόντουσαν ορισμένοι πεζοί, ντυμένοι ελαφρά αμυντικά με δόρατα, ασπίδες, χαντζάρες και τσεκούρια. Ο Ρωμανός Δ’ Διογένης παρέταξε το στρατό του σε δυο παράλληλες γραμμές η κάθε μια με βάθος 8 έως 10 ανδρών, για τους πεζούς και 3 έως 4 ιππέων, για τους ιππείς. Το εύρος του στρατού ήταν μέτριο ενώ κράτησε το 1/3 του στρατεύματος ως εφεδρεία και τα 2/3 του στρατεύματος χωρίστηκαν σε τρια τμήματα. Το αριστερό τμήμα το κρατούσαν τα θεματικά στρατεύματα από την Μακεδονία, την Θεσσαλία και τη Θράκη μαζί με τους Σλάβους με επικεφαλή τον Νικηφόρο Βρυέννιο. Το κέντρο το διοικούσε ο αυτοκράτορας Ρωμανός, με τη φρουρά των 500 Βαράγγων που είχε πάρει μαζί του, ενώ οι υπόλοιπες δυνάμεις ήταν Καππαδόκες στρατιώτες, Φράγκοι και Τουρκομάνοι. Στο δεξιό τμήμα τη διοίκηση είχε ο Θεόδωρος Αλυάτης και διοικούσε τους Ίβηρες της Αρμενίας, τους Χαζάρους και τους Σλάβους. Την εφεδρεία την διοικούσε ο Ανδρόνικος Δούκας με τμήματα Χαζάρων, Γερμανών, Φράγκων και των ιδιωτικών στρατών που είχε διαθέσει ο ίδιος και η φατρία του. Στις 26 Αυγούστου του 1071 θα δινόταν η μεγάλη μάχη.
Καθώς άρχισε να κινείται το βυζαντινό στράτευμα, οι Σελτζούκοι άρχισαν να εξαπολύουν βέλη και να ανοίγουν τα άκρα τους με σκοπό να κυκλώσουν τους Βυζαντινούς. Τα δυο κέντρα συγκρούστηκαν ενώ τα άκρα των Βυζαντινών καταδίωκαν τα άκρα των Σελτζούκων. Όλη η παράταξη άρχισε να υποχωρεί στο όρος Σουφάν συνεχίζοντας να εξαπολύει βέλη. Η συνοχή του βραδυκίνητου βυζαντινού στρατεύματος κλονίστηκε και άρχισε να σπάει. Οι Σελτζούκοι κύκλωναν απομονωμένες μονάδες και τις αποτελείωναν γρήγορα. Σε δυο ώρες θα έπεφτε η νύχτα και το στράτευμα του Ρωμανού είχε πολλές απώλειες ενώ οι Σελτζούκοι δεν είχαν ούτε 1.000 απώλειες, έτσι διέταξε τακτική αναστροφή του μετώπου για αποχώρηση. Οι Βρυέννιος και Αλυάτης νομίσαν ότι το σύνθημα έδειχνε ότι ηττήθηκαν και υποχωρούσαν. Πολλοί μαχητές πέταξαν τα όπλα και άρχισαν να τρέχουν και οι ιππείς έκαναν μεταβολή και σπιρούνισαν τα άλογα τους. Ο σουλτάνος διέταξε και την εφεδρεία του να μπεί στη μάχη και να καταδιώξουν τους Βυζαντινούς. Με αυτή την κίνηση του σουλτάνου, ο αυτοκράτωρας, δεν είχε άλλη επιλογή από το να πολεμήσει και ξαναδιέταξε επανάληψη της επίθεσης. Το πεδίο της μάχης έγινε μια απέραντη χαοτική μάζα στρατιωτών που μαχόντουσαν, υποχωρούσαν ή κρυβόντουσαν. Τότε έπρεπε να δράσει η εφεδρεία του Ανδρόνικου Δούκα, αλλά αυτός βλέποντας την εξέλιξη της μάχης και πιστεύοντας πως ο αυτοκράτορας θα σκοτωθεί εκεί, διέταξε την εφεδρεία να αποσυρθούν και να φύγουν από το πεδίο της μάχης, ώστε να μείνει ανοιχτός ο δρόμος για τον θρόνο. Ο Βρυέννιος έσπασε ο κλοιό των Σελτζούκων και διέφυγε. Ο Αλυάτης πίαστηκε αιχμάλωτος και το κέντρο της παράταξης έπεσε. Μόνο οι Βαράγγοι με της ασπίδες τους προστατεύανε τον αυτοκράτορα και συνέχισαν να μάχονται σαν μαινάδες. Με την ώρα να περναέι, όλοι πέσανε νεκροί και ο αυτοκράτορας Ρωμανός Δ’ Διογένης έπεφτε βαρία τραυματισμένος στο στήθος και στο χέρι. Δέκα Σελτζούκοι τον έπιασαν αιχμάλωτο και τον οδήγησαν στο σουλτάνο ενώ οι συμπολεμιστές τους γιορτάζανε στο πεδίο της μάχης την νίκη τους. Οι απώλειες των Βυζαντινών ήταν 11.000 άνδρες, νεκροί και αιχμάλωτοι, ενώ των Σελτζούκων 3.000 άνδρες.
Την ήττα του Μαντζικέρτ ακολούθησε σειρά γεγονότων που υπονόμευσαν τη δύναμη της ήδη εξασθενημένης κατά τον 11ο αι. αυτοκρατορίας. Στον Ρωμανό Δ’ επιβλήθηκε οικτρή τιμωρία, χάνωντας και το θρόνο του και τη ζωή του, ενώ παράλληλα δημιουργήθηκε ένα γεωγραφικό κενό στον βυζαντινό χάρτη, το οποίο γέμισαν σταδιακά οι Σελτζούκοι, εγκαθιδρύοντας την πρωτεύουσά τους στην Νίκαια (?znik) το 1077. Μετά τη μάχη, η αυτοκρατορία περιήλθε, για ακόμα μια φορά στη δίνη του εμφυλίου πολέμου, που έληξε όταν ο Αλέξιος Α’ Κομνηνός ανέβηκε στο θρόνο. Οι βυζαντινοί με την ήττα στο Ματζικέρτ έχασαν και τις οδούς που οδηγούσανε στις ανατολικές του επαρχίες και ειδικά στην Αρμενία, με αποτέλεσμα να χάσουν και τον έλεγχο των κατοίκων τις περιοχής. Αυτοί οι ορεσίβιοι κάτοικοι επανδρώνανε πάντα το στρατό του Βυζαντίου και τον έκανε πιο αξιόμαχο. Ακόμα ο δρόμος για τον εκτουρκισμό των πληθυσμών της περιοχής είχε ανοίξει δυσχεραίνοντας ακόμα πιο πολύ την ανακατάληψη αυτών των περιοχών από τους μετέπειτα αυτοκράτορες. Χάθηκαν πολλές γαίες τις οποίες δίνανε για επιβράβευση στα στρατεύματα, οι αυτοκράτορες, με αποτέλεσμα να αναγκαστούν να τους παρέχουν άλλα ανταλάγματα μετατρέποντας το στρατό από εθνικό σε μισθοφορικό