Η μάχη στα Δερβενάκια
Ένα από τα σημαντικότερα κεφάλαια του χρονικού της Ελληνικής Επανάστασης είναι η Καταστροφή του Δράμαλη στο Δερβενάκι, στον Άγιον Σώστη και στο Στεφάνι-Αγιονόρι το τριήμερο 26-28 Ιουλίου 1822. Τη γενική εποπτεία για την αντιμετώπιση της τούρκικης στρατιάς είχε ο Κολοκοτρώνης.
Είχε προηγηθεί η κάθοδος του Δράμαλη στην Πελοπόννησο, επικεφαλής 35.000 στρατού νικηφόρου που είχε δαμάσει τον αδάμαστον Αλή των Ιωαννίνων. Ο στρατός αυτός είχε φτάσει από τα Γιάννενα και τη Λάρισα μέχρι το Άργος σχεδόν ανενόχλητος, δημιουργώντας πανικό στους κατοίκους της Κορινθίας και Αργολίδας που κατέφυγαν στις ορεινές περιοχές. Όταν ο Δράμαλης εγκατέστησε το στρατηγείο του στο Άργος, είχε περίπου 10-12 χιλιάδες άνδρες κάτω από την άμεση διοίκησή του, και οι μισοί από αυτούς ήταν ιππείς. Το ερειπωμένο όμως κάστρο του Άργους είχε καταλάβει σώμα εθελοντών του πολεμιστή Καρίγιαννη, οι οποίοι στη συνέχεια δέχθηκαν βοήθεια από τον Δημήτρη Υψηλάντη. Κατά την πολιορκία που ακολούθησε ο Δράμαλης δεν κατόρθωσε να κυριέψει το φρούριο και ο στρατός του υποχρεώθηκε να ζήσει δυο περίπου εβδομάδες στο κάμπο του Άργους υποφέροντας από παντελής έλλειψη δυνατότητας ανεφοδιασμού, αφού οι Έλληνες είχαν κάψει τα πάντα στον Αργολικό κάμπο και τα πηγάδια είχαν στερέψει λόγω της ξηρασίας του καλοκαιριού. Αυτή η έλλειψη τροφίμων και κυρίως νερού για άντρες και ζώα οδήγησε τελικά στην αναγκαστική υποχώρηση του στρατού προς την Κόρινθο.
Εν το μεταξύ στο Στεφάνι είχε συγκεντρωθεί σημαντικός αριθμός οπλαρχηγών με την ακολουθία τους, από τους οποίους αναδείχθηκε αργότερα πρωταγωνιστής ο Νικήτας Σταματελόπουλος, γνωστός ως Νικηταράς. Όπως μας διηγείται ο Δημήτρης Κριεζής, οπλαρχηγός στη μάχη του Αγίου Σώστη και του Αγιονορίου, στο έργο του “Επανόρθωσις εσφαλένων τινών εκ των Απομνημονευμάτων περί της Ελληνικής Επαναστάσεως υπό Φωτάκου πρώτου υπασπιστού του Θεοδώρου Κολοκοτρώνη (σελ.53-65), ο Νικηταράς είχε σπεύσει στην Πελοπόννησο από την ανατολική στερεά Ελλάδα όπου βρισκόταν με τον Οδυσσέα Ανδρούτσου, 3-4 ημέρες μετά την εισβολή του Δράμαλη. Τοποθετήθηκε με τους 100 περίπου άντρες του και τον οπλαρχηγό Χατζηχρήστο με ακολουθία 20-30 άντρες στο Στεφάνι και το Αγιονόρι. Ειδοποίησε τους Έλληνες που είχαν καταφύγει από το Άργος στους Μύλους και το Κεφαλάρι του Άργους, ότι βρισκόταν στο Στεφάνι και ζήτησε να ενισχυθεί η θέση αυτή με ισχυρό σώμα στρατιωτών. Κατά την τοπική παράδοση ο Νικηταράς εγκατέστησε το αρχηγείο του στο σπίτι του “Φέκα”, όπου έγιναν και οι συνελεύσεις με τους άλλους οπλαρχηγούς.
Στο Στεφάνι είχαν φτάσει και ο αρχιμανδρίτης Γρηγόριος Δικαίος, γνωστός ως Παπαφλέσσας, μαζί με τον αδερφό του Νικήτα Φλέσσα και σώμα 400 στρατιωτών, άντρες από την περιοχή Λεονταρίου. Έτσι ο αριθμός των αντρών στο Στεφάνι, μαζί με “εκ των πέριξ χωρίων συμποσούμενοι άπαντες” έφτασε τους 800 περίπου άντρες κατά την επιθεώρηση που έγινε πριν την μάχη στο Άγιο Σώστη. Την ημέρα της μάχης έφτασε και ο Δημήτρης Υψηλάντης με 50 στρατιώτες από το Άργος.
Η φύλαξη της οχυρής θέσης του Στεφανίου έγινε προφανώς επειδή από τις γύρω βουνοκορφές του Στεφανίου ήταν εφικτή η παρακολούθηση του αργολικού κάμπου και ως εκ τούτου οι κινήσεις των Τούρκων καθώς και η επικοινωνία με τους άλλους Έλληνες. Επιπλέον η σχετικά κοντινή απόσταση προς τα περάσματα από την Αργολίδα προς την Κορινθία θα επέτρεπε την γρήγορη μετακίνηση των στρατευμάτων των Ελλήνων οπλαρχηγών είτε προς Δυσμάς (στενά των Δερβενακίων και Άγιου Σώστη) είτε προς Ανατολάς (Κοντοπορεία).
Ο Νικηταράς είχε τοποθετήσει “επί τινος βουνού προς την Αργολίδα”, δηλαδή την “μικρή” Ψηλή Ράχη απέναντι από το Στεφάνι, σκοπιά για να παρακολουθήσει τις κινήσεις των Τούρκων στο Αργολικό κάμπο. Ο Παπαφλέσσας, όπως μας διηγείται ο Κριεζής, άλλαξε την θέση της σκοπιάς και τους τοποθέτησε “επί της κορυφής ενός βουνού άνωθεν προς Ανατολάς των Μυκηνών άφ’ ής έβλεπαν όλην την πεδιάδα της Αργολίδο-Ναυπλίας και επεσκόπει τα κινήματα του εχθρού από όπου έβλεπαν όλη την πεδιάδα της Αργολιδο-Ναυπλίας”. Το πιο πιθανών είναι να πρόκειται για την κορυφή του Προφήτη Ηλία του Στεφανίου, από όπου η θέα είναι πανοραμική προς το Νότο και η οπτική επαφή με το Στεφάνι αλλά και με το Αγιονόρι εφικτή.
Η σκοπιά αυτή κατά τις 13:00 ώρα το μεσημέρι της 26 Ιουλίου ειδοποίησε τους Έλληνες στο Στεφάνι και Αγιονόρι “δια καπνών” ότι οι Τούρκοι βάδιζαν προς το Δερβενάκι. Μια ώρα αργότερα τα στρατεύματα του στρατοπέδου του Στεφανίου και Αγιονορίου ξεκίνησαν προς τα Δερβενάκια.
Την ίδια ώρα περίπου η εμπροσθοφυλακή των Τούρκων έφτασε στο νότιο στενό του Δερβενακίου. Οι Έλληνες του Αντώνη Κολοκοτρώνη κρυμμένοι αθέατοι τους άφησαν να προχωρήσουν ανενόχλητους. Μόλις μετά από μιάμιση ώρα επιτέθηκαν ξαφνικά. Αιφνιδιασμένοι η εμπροσθοφυλακή έσπευσε να ξεφύγει προς το στενό του Αγ. Σώστη που ακόμη δεν είχε πιαστεί από τον Νικηταρά και τους Φλεσσαίους. Όσοι κατόρθωσαν να γλιτώσουν έφτασαν στον Αγ. Σωστή και από εκεί σώθηκαν στην πεδιάδα της Κουρτέσας. Το κύριο σώμα του στρατού στράφηκε προς το στενό του Άγ. Σώστη που ήταν ακόμα αφύλακτο. Έτσι αρκετός αριθμός πεζών και ιππέων πέρασε ανενόχλητος στην πεδιάδα της Κουρτέσας.
Εν το μεταξύ τα σώματα του Νικηταρά, των Φλεσσαίων και των άλλων οπλαρχηγών, φτάνοντας στο “αρχαιοτάτου υδραγωγείο των Μυκηνών”, στην κοιλάδα του Κεφαλαρίου, έμαθαν από έναν τσοπάνη ότι η Τούρκοι από το Δερβενάκι οπισθοχωρούσαν. Η πληροφορία αυτή προκάλεσε σύγχηση, καθώς ο τσοπάνης δεν ήταν σε θέση να πει εάν οι Τούρκοι βάδιζαν τώρα προς το Άργος ή το Ναύπλιο ή αν κατευθύνονταν προς το στενό του Αγ. Σώστη. Έτσι ο Νικηταράς και οι υπόλοιποι έχασαν πολύτιμο χρόνο στο σημείο αυτό, μη ξέροντας τη να κάνουν.
Μόνο όταν άρχισαν να ακουστούν οι πυροβολισμοί από την κατεύθυνση του Δερβενακίου, έσπευσαν προς το μέρος εκείνο ανεβαίνοντας στη ράχη του Τρίκορφου. Φτάνοντας στην κορυφή, είδαν “παρά τα ριζώματα των βουνών του Δερβενακίου προς την Αργολίδα πυροβολισμούς πολλούς, προερχομένους, ως κατόπιν εμάθομεν, από τα διάφορα εκει στρατιωτικά σώματα του Αντώνη Κολοκοτρώνη”. Από κάτω τους, το δασώδης στενό που οδηγούσε από την Αργολίδα προς το Αγ. Σώστη και η μικρή κοιλάδα που βρίσκεται στη μέση, ήταν γεμάτο Τούρκους που βάδιζαν προς την Κουρτέσα.
Και τότε σύμφωνα με τις μαρτυρίες όλων των απομνημονεύματογράφων, έγινε κυριολεκτικά σφαγή των Τούρκων που κράτησε πέρα από την Δύση του ήλιου. Ο Φωτάκος μας διηγείται: ” έγεινεν ο μεγαλύτερος σκοτωμός. Ο τουφεκισμός εδιήρκεσεν μιάν ημισύ ώραν, και επειδή ενύκτωσεν και δεν έβλεπαν πλέον, έρριχναν εις τον σωρόν…Το μέρος ήτο πολύ κατήφορον και εκυλούσαν τα ζώα και οι άνθρωποι ζωντανοί και σκωτωμένοι…και εγέμισε το ρέμα ο ένας ήτο τότε πλακωμένος από τον άλλον, από τα ζώα και από τα φορτώματα…” Γύρω στις 2.500 με 3.000 πρέπει να υπολογιστούν οι Τούρκοι νεκροί και τραυματίες την ημέρα εκείνη.Η τρομερή καταστροφή ανάγκασε τον Δράμαλη να εγκαταλείψει την προσπάθειά του και να οπισθοχωρήσει μαζί με του άλλους Πασάδες και το υπόλοιπο μέρος του στρατού του (2.500-3.000 άντρες) στην Γλυκειά (Τύρινθα).
Οι Έλληνες προχώρησαν μετά την μάχη στην λεηλασία των πλούσιων λαφύρων. Άλογα, Μουλάρια, μερικές καμήλες, όπλα και άφθονο χρυσάφι φορτώθηκαν και πήραν το δρόμο για το Στεφάνι, κατά την επιστροφή των σωμάτων του Νικηταρά, των Φλεσσαίων και των άλλων οπλαρχηγών στο στρατόπεδο. Την επόμενη ημέρα, μοίρασαν τα λάφυρα και όπως μας διηγείται ο Κριεζής “γυναίκες των χωριών Στεφανίου και Αγιονορίου” βρήκαν “εντός των ρευμάτων και του δάσους της οδού του Αγίου Σώστη (…) πλουσίαν μερίδα λαφύρων”. Η λαφυραγωγία βέβαια οδήγησε πολλούς Έλληνες να παρατήσουν τον αγώνα και να διασκορπιστούν “ασχολούμενοι είς απόκρυψιν, εξασφάλισι, καταγραφάς των λαφύρων των, διανομάς και έριδας, και ώς μεθυσμένοι διατελούντες καθ’ όλην την 27 και 28, ουδεις πλεόν υπήκουεν” . Το σώμα του Νικηταρά και των άλλων οπλαρχηγών είχε συρρικνωθεί σε 500 περίπου άντρες.
Η στρατιά του Δράμαλη αφού διανυκτέρευσε στη Γλυκειά, αποφάσισε να προχωρήσει στην δεύτερη προσπάθεια καταφυγής στην Κόρινθο, αυτή την φορά δια μέσου του ανατολικού περάσματος, της Κοντοπορείας, τα χαράματα τις 28 Ιουλίου. Πέρασμα ιδιαίτερα δύσβατο και επικίνδυνο λόγου του εδάφους. Καταπονεμένοι και διψασμένοι καθώς ήταν οι Τούρκοι και τα ζώα τους θέλησαν να ξεδιψάσουν στα πηγάδια του Στεφανίου και στράφηκαν, κατά την άνοδο τους προς το χωριό.
Οι Έλληνες οπλαρχηγοί που από το Στεφάνι παρακολουθούσαν την πορεία των Τούρκων, αποφάσησαν να κατέβουν από τα υψώματα του Στεφανίου προς το Μπερμπάτι προκειμένου να προλάβουν τους Τούρκους πριν ανέβουν στο ανοιχτό έδαφος της κοιλάδας (όπου θα έχαναν κάθε πλεονέκτημα γιατί οι Τούρκοι υπερτερούσαν αριθμητικά) και χωρίστηκαν σε δύο σώματα, το σώμα του Νικηταρά προς Στεφάνι και το σώμα των άλλων οπλαρχηγών προς Αγιονόρι, για να τους χτυπίσουν από τις δύο μεριές. Όπως διηγείται ο ίδιως ο Νικηταράς: “Από το Στεφάνι αγναντεύουμε τους Τούρκους εις την Γλυκειά (…). Είδαμε ότι ο Δράμαλης εκίνησε από την Γλυκειά να περάσει από το Μπερμπάτι Αγιονόρι να παέι στη Κόρθο. Ημείς κατεβήκαμε από του Μπερμπάτι αποπάνου στον δρόμο αλλά τους μισούς τους έστειλα από άλλο δρόμον.”
Η σύγκρουση έγινε κατά την τοπική παράδοση στην τοποθεσία “Μεγαμνό”, ύψωμα λίγο νοτιότερα του Στεφανίου. Ο Κριεζής διηγείται ότι η μάχη αυτή κράτησε περίπου μία ώρα, κατά την οποία οι Έλληνες κατάφεραν να επικρατήσουν των Τούρκων, οι πλειοψηφία των οποίων λόγω της εξάντλησης και της πανωλεθρίας που είχαν υποστεί δύο ημέρες νωρίτερα στον Αγ. Σώστη, δεν άντεξαν. Η τάξη του τούρκικου στρατεύματος διαλύθηκε. Ιππείς και πεζοί άρχισαν να κατευθύνονται ΒΑ προς την Κλεισούρα του Αγιονορίου αναζητώντας έναν τρόπο διαφυγής. “Συνωθούμενοι και καταπατούμενοι τις να προσπεράση τον άλλον δεν ήσαν εις κατάστασιν πλην ολίγων τινών πεζών, τα πλάγια του σμήνους παρακολουθόντων, να πυροβολίσι κατά των ημετέρων”. Στην Κλεισούρα του Αγιονορίου, απότομη χαράδρα που ήταν πέρασμα “στενό, κατωφερής και εις μέρη λιθόστρωτος και ολισθυρό, εν τάυτω δε ήτο επίτηδες εσκαμμένη και διακεκομμένη υπό των ημετέρων”, μετά δυσκολίας και κινδύνου μπορούσε να περάσει κανείς έφιππος ή και πεζός. Λόγω του πανικού τους, πολλοί Τούρκοι “κατέπεσαν εις τα ρεύματα και εις τους βράχους (…) έφιπποι, πεζοί και φορτηγά ζώα και εφονεύθησαν”. Εκείνη την ημέρα σκοτώθηκαν περίπου 600 Τούρκοι , ενώ οι απώλειες του σώματος του Νικηταρά έφτασαν τους 20 .
Η φθορά των Τούρκων από την κοιλάδα μέχρι και το κάτω μέρος της Κλεισούρας θα μπορούσε να ήταν και μεγαλύτερη, όπως διηγείται ο Κριεζής, αλλά οι Έλληνες έπεσαν στα λάφυρα και ειδικά στα ζώα, και ελάχιστοι ήταν διατεθυμένοι να ακολουθήσουν και να κυνηγήσουν τους Τούρκους στην Κλεισούρα. Όπως διηγείται ο Νικηταράς: “Με τες πλάκες εμπόδιζα τους Έλληνες να μη κάμουν λάφυρα, αλλά να πάμε κατόπιν των Τούρκων.” Έτσι όσοι Τούρκοι κατάφεραν να ξεφύγουν από τους Έλληνες στο Μεγαμνό και να περάσουν το πέρασμα της Κλεισούρας, σώθηκαν. Μαζί τους και ο Δράμαλης. Η συντριβή της στρατιάς του είχε όμως ολοκληρωθεί. Οι απώλειες των Τούρκων στις τρείς αυτές αναμετρήσεις υπολογίζονται από τον Φωτάκο σε 5.000. Ο Δράμαλης αρρώστησε και πέθανε λίγους μήνες αργότερα στην Κόρινθο.