Τα Σιμωνιακά
Τα Σιμωνιακά ήταν ένα πολιτικό και εκκλησιαστικό σκάνδαλο που ξέσπασε στην Αθήνα το 1875. Αφορούσε τη δωροδοκία δύο υπουργών της κυβέρνησης Δημητρίου Βούλγαρη από τέσσερις υποψήφιους μητροπολίτες.
Εκείνη την περίοδο είχαν μείνει κενές τρεις μητροπόλεις: της Μεσσηνίας λόγω της εκλογής του Προκοπίου του Α΄ στον αρχιεπισκοπικό θρόνο, της Κεφαλληνίας και των Πατρών. Ο τότε Υπουργός των Εκκλησιαστικών Ιωάννης Βαλασόπουλος μαζί με τον Υπουργό Δικαιοσύνης και γαμπρό του Δ. Βούλγαρη Βασίλειο Νικολόπουλο δωροδοκήθηκαν από τέσσερις υποψηφίους μητροπολίτες με υψηλά χρηματικά ποσά και άλλα δώρα (μετοχές, κοσμήματα), προκειμένου να πιέσουν την Ιερά Σύνοδο να τους εκλέξει στις χηρεύουσες μητροπόλεις. Το σκάνδαλο ήρθε στο φως πολύ γρήγορα, η συναλλαγή έγινε ευρύτερα γνωστή και ξέσπασε σκάνδαλο, παρά τα διαδικαστικά εμπόδια έθεταν συνεχώς οι κατηγορούμενοι. Η επόμενη κυβέρνηση του πρωθυπουργού Χαριλάου Τρικούπη προώθησε τις ανακρίσεις για τη διαλεύκανση της υπόθεσης.
Η υπόθεση έλαβε μεγάλες διαστάσεις και συγκλόνισε την κοινή γνώμη, ενώ έγινε αφορμή για σκωπτικά σχόλια κατά της Εκκλησίας και για να κατηγορηθεί ο Αρχιεπίσκοπος εξαιτίας της στάσης του.Η Βουλή τελικά παρέπεμψε με βάση τον νέο τότε «νόμο περί ευθύνης υπουργών» στις 22 Δεκεμβρίου 1875 τους δύο Υπουργούς μαζί με τους εν τω μεταξύ εκλεγέντες μητροπολίτες Κεφαλληνίας Σπυρίδωνα Κομποθέκρα, Πατρών και Ηλείας Αβέρκιο Λαμπίρη και Μεσσηνίας Στέφανο Αργυριάδη στο Υπουργοδικείο: τον Ι. Βαλασόπουλο με τις κατηγορίες της δωροδοκίας και της εκβίασης, τον Β. Νικολόπουλο με την κατηγορία της συναυτουργίας σε δωροδοκία και τους μητροπολίτες με την κατηγορία της σιμωνίας. Οι υπουργοί μάλιστα προφυλακίστηκαν.
Η δίκη ξεκίνησε στις 26 Ιανουαρίου 1876 και ολοκληρώθηκε δύο μήνες μετά, στις 31 Μαρτίου. Συνολικά κατέθεσαν 109 μάρτυρες. Κατά τη διάρκεια της δίκης, οι δύο αλληλοκατηγορούμενοι υπουργοί έφτασαν έως του σημείου να ανταλλάσσουν ύβρεις και τελικά να γρονθοκοπηθούν. Όλοι οι κατηγορούμενοι, πλην ενός, κρίθηκαν ένοχοι κατά το κατηγορητήριο και καταδικάστηκαν: ο Ι. Βαλασόπουλος σε ποινή φυλάκισης ενός έτους, τριετή στέρηση των πολιτικών δικαιωμάτων και στην καταβολή 56.200 δραχμών υπέρ του πτωχοκομείου, ο Νικολόπουλος σε φυλάκιση δέκα μηνών και οι μητροπολίτες σε πρόστιμο διπλάσιο από το ποσό που ο καθένας είχε καταβάλει ως δωροδοκία. Σύμφωνα με τις μαρτυρίες, ο επίσκοπος της Αργολίδας Τερζόπουλος είχε δώσει στον υπουργό Εκκλησιαστικών Βαλασόπουλο 42.000 δρχ για να εξασφαλίσει την έδρα του. Ο διευθυντής της Ιερατικής Σχολής Χαλκίδος Βαρθολομαίος Γεωργιάδης έδωσε 9.000 δρχ σε μεσάζοντα για να μιλήσει στον υπουργό. Ο επίσκοπος Κομποθέκρας έδωσε στο Βαλασόπουλο 10.000 δρχ για να πάρει την έδρα, άλλα για να υπογράψει το διάταγμα τού έδωσε άλλες 8.000 δρχ. Ένας από τους μητροπολίτες αντί για χρήματα είχε δώσει ένα ζευγάρι σκουλαρίκια και μια χρυσή καρφίτσα. Κάποιοι μητροπολίτες, μάλιστα, φυλακίστηκαν μέχρι να καταβάλουν τα ποσά που τους επιδικάστηκαν ?τα οποία έφταναν συνολικά τις 92.400 δρχ, μεγάλο ποσό για τα δεδομένα της εποχής.
Η απόφαση του δικαστηρίου διαβιβάστηκε στην Ιερά Σύνοδο για να επιληφθεί της υπόθεσης από την πλευρά του Εκκλησιαστικού Δικαίου. Η Σύνοδος αποφάσισε στις 19 Απριλίου 1876 ότι δεν θεωρούσε μεν τις πράξεις αυτές σιμωνία κατά τους Ιερούς Κανόνες, έθεσε όμως παρ’ όλα αυτά τους μητροπολίτες σε τριετή αργία από κάθε ιεροπραξία. Ο τότε Βασιλικός Επίτροπος (εκπρόσωπος του Βασιλιά στη Σύνοδο, χωρίς τη σύμπραξη του οποίου δεν μπορούσε να ληφθεί καμιά απόφαση) Νικόλαος Δαμαλάς, καθηγητής Θεολογίας, αρνήθηκε να υπογράψει την απόφαση.
Το Υπουργείο Εκκλησιαστικών όμως έθεσε εκ νέου το ζήτημα στην Ιερά Σύνοδο και ύστερα από ενάμιση χρόνο, στις 19 Οκτωβρίου 1877, συνήλθε η τελευταία εκ νέου και ανέθεσε στον Επίσκοπο Φωκίδος να προτρέψει εν ονόματί της τους τρεις Αρχιερείς να υποβάλουν τις παραιτήσεις τους. Τελικά, όπως δήλωσαν στα σχετικά τους κείμενα, «οικεία βουλήσει και προαιρέσει προς κατάπαυσιν των σκανδάλων μεταξύ της Εκκλησίας και της Πολιτείας» παραιτήθηκαν στις 18 Νοεμβρίου 1877.
Τα Σιμωνιακά αποτελούσαν μέρος των πολιτικών σκανδάλων της εποχής, που χαρακτηρίστηκαν Στηλιτικά, επειδή ως «στηλίτες» κατηγορήθηκαν οι οπαδοί του Βούλγαρη, στιγματισμένοι δηλαδή κατά συνέχεια της αναγραφής ονομάτων στην ατιμωτική στήλη του αρχαίου νόμου.