Μάχη του Ευρυμέδοντος
Η μάχη του Ευρυμέδοντα, η οποία εντάσσεται στο πλαίσιο του πολέμου της Αθήνας και των συμμάχων της εναντίον των Περσών προκειμένου να υπερασπιστούν τις κτήσεις τους στο Αιγαίο, κατέληξε σε συντριπτική ήττα των Περσών ανάλογη με αυτή στις Πλαταιές. Έλαβε χώρα στην ακτή της Παμφυλίας, στην εκβολή του ομώνυμου ποταμού μεταξύ του 470/469 και του 462 π.Χ
Η πρώτη μαρτυρία για τη μάχη προέρχεται από το Θουκυδίδη, ο οποίος γράφει λίγες μόνο δεκαετίες μετά τα γεγονότα. Συγκεκριμένα αναφέρει ότι την ίδια ημέρα έλαβε χώρα στον Ευρυμέδοντα ποταμό πεζομαχία και ναυμαχία μεταξύ των Περσών, των Αθηναίων και των συμμάχων τους. Οι Έλληνες κατόρθωσαν να καταστρέψουν 200 φοινικικές τριήρεις και να αιχμαλωτίσουν πολλές ακόμη. Και οι δύο μάχες περιγράφονται λεπτομερώς από το Διόδωρο το Σικελιώτη, που γράφει στα τέλη του 1ου αι. π.Χ., ο οποίος μάλλον χρησιμοποιεί την περιγραφή του Εφόρου, ιστορικού του 4ου αι. π.Χ. από την Αθήνα. Μια δεύτερη εκδοχή των γεγονότων γράφτηκε από τον Πλούταρχο το 2ο αι. μ.Χ., ο οποίος επίσης επικαλείται μαρτυρίες του 4ου αι. π.Χ., όπως αυτές του Εφόρου, του Αθηναίου Φανοδήμου και του Ολύνθιου Καλλισθένη.
Σύμφωνα με την περιγραφή του Θουκυδίδη, μετά τις πρώτες επιχειρήσεις του Κίμωνα στο ανατολικό Αιγαίο, οι Πέρσες άρχισαν να συγκεντρώνουν πεζικό και στόλο στην Παμφυλία. Ο Φερενδάτης, ανιψιός του Ξέρξη, τέθηκε επικεφαλής του πεζικού, ενώ ο Τεθραύστης, νόθος γιος του Πέρση βασιλιά, ηγείτο του ναυτικού, το οποίο αποτελούσαν πλοία από τη Φοινίκη, την Κύπρο και την Κιλικία. Μαθαίνοντας ο Κίμωνας ότι το εχθρικό ναυτικό έπλεε στα ανοικτά της Κύπρου κατευθύνθηκε εναντίον του. Παρά την αριθμητική υπεροχή των Περσών (350 έναντι 250), οι Αθηναίοι και οι σύμμαχοί τους κατάφεραν να καταστρέψουν μεγάλο αριθμό εχθρικών πλοίων, ενώ 100 τα αιχμαλώτισαν. Όσα διέφυγαν κατευθύνθηκαν προς την Κύπρο, όπου τα εγκατέλειψαν τα πληρώματά τους, με αποτέλεσμα να πέσουν και αυτά στα χέρια των Ελλήνων.
Στη συνέχεια ο Κίμωνας φρόντισε να επιβιβαστούν στα περσικά πλοία οι ικανότεροι άνδρες του, φορώντας την περσική ενδυμασία και τιάρες. Εκμεταλλευόμενοι το σκοτάδι που άρχισε να πέφτει, οι Έλληνες έφτασαν στις όχθες του ποταμού Ευρυμέδοντα χωρίς το περσικό πεζικό που στρατοπέδευε εκεί να τους αντιληφθεί. Έτσι, όταν άρχισαν την επίθεση, δημιουργήθηκε τέτοιος πανικός στους Πέρσες που νόμιζαν ότι τους επιτέθηκαν από ξηράς οι κάτοικοι της γειτονικής Πισιδίας, οι οποίοι διάκειντο εχθρικά προς αυτούς, με αποτέλεσμα να κατευθυνθούν προς τα πλοία αναζητώντας τη σωτηρία και να κατασφαγούν από τους άνδρες του Κίμωνα. Ο τελευταίος, μάλιστα, παραδίδεται ότι κατάφερε να συγκεντρώσει πίσω στα καράβια τους άνδρες του που είχαν αρχίσει να λεηλατούν τις σκηνές των Περσών, τρέχοντας με έναν πυρσό στα χέρια. Συνολικά 340 πλοία έπεσαν στα χέρια των Ελλήνων και 20.000 Πέρσες σκοτώθηκαν ή αιχμαλωτίστηκαν σε ξηρά και θάλασσα. Ανάμεσα στους νεκρούς ήταν και ο Φερενδάτης. Οι νικητές αφού έστησαν τρόπαιο κατευθύνθηκαν προς την Κύπρο.
Ο Πλούταρχος με τη σειρά του αναφέρει την πληροφορία του Εφόρου για τους δύο επικεφαλής των Περσών, προσθέτει όμως ότι ο Καλλισθένης αναφέρει ως αρχηγό τους κάποιον Αριομάνδη, γιο του Γωμβρύου.
Ο Κίμωνας μαθαίνοντας τη συγκέντρωση των περσικών στρατευμάτων στην Παμφυλία κατευθύνθηκε προς τα εκεί από την Κνίδο και το Τριόπιο με 200 πλοία προσπαθώντας να τους εμποδίσει να πλεύσουν δυτικά των Χελιδονίων νήσων, οι οποίες πρέπει να τοποθετηθούν κάπου στην Παμφυλία. Όταν έφτασε στην ελληνική πόλη Φασήλιδα, οι κάτοικοί της δε δέχθηκαν τα ελληνικά πλοία, καθώς δεν επιθυμούσαν να αποστατήσουν από τον Πέρση βασιλέα. Ο Κίμωνας λεηλάτησε τη χώρα της και άρχισε την πολιορκία του άστεως, αλλά, έπειτα από παρέμβαση των Χίων που συμμετείχαν στο ελληνικό στράτευμα και είχαν φιλικές σχέσεις με τους Φασηλίτες, δέχθηκε να λύσει την πολιορκία με τον όρο να τον ακολουθήσουν και να πληρώσουν εισφορά 10 ταλάντων.
Φτάνοντας στον Ευρυμέδοντα και μαθαίνοντας ότι 80 φοινικικά πλοία έρχονταν από την Κύπρο σε ενίσχυση των Περσών, ο Κίμωνας προσπάθησε να προκαλέσει τον εχθρικό στόλο να ναυμαχήσει στα ανοιχτά πριν από την άφιξή τους, χωρίς όμως αποτέλεσμα. Μόνο όταν είδαν τον Κίμωνα να κατευθύνεται προς την εκβολή του ποταμού έπλευσαν εναντίον του έχοντας, κατά το Φανόδημο, 600 πλοία, ενώ, σύμφωνα με τον Έφορο, 350. Ωστόσο, ο Κίμωνας, έχοντας κάνει πιο πλατιά τα πλοία και κατασκευάζοντας στο κατάστρωμα πλατφόρμες, όπου μπορούσαν να σταθούν βαριά οπλισμένοι άνδρες, είχε αυξήσει κατά πολύ την αποτελεσματικότητα των τριηρών που είχε κατασκευάσει ο Θεμιστοκλής λίγο πριν από τη ναυμαχία της Σαλαμίνας (480 π.Χ.). Έτσι κατέστρεψαν πολλά εχθρικά πλοία και συνέλαβαν 200. Όσα διέφυγαν κατευθύνθηκαν προς την ξηρά και τα πληρώματά τους αναζήτησαν καταφύγιο στο πεζικό.
Ο Κίμωνας θεώρησε πολύ επικίνδυνο να οδηγήσει τους κουρασμένους άνδρες του ενάντια σε ένα ξεκούραστο στράτευμα που υπερτερούσε αριθμητικά. Ωστόσο, βλέποντάς τους γεμάτους δύναμη και υπερηφάνεια από τη νίκη τους στη θάλασσα να ανυπομονούν να αναμετρηθούν στήθος με στήθος με τους Πέρσες τούς αποβίβασε στην ξηρά και εκείνοι όρμησαν αλαλάζοντας ενάντια στους εχθρούς. Οι Πέρσες έμειναν στη θέση τους και πολέμησαν σκληρά. Έπεσαν πολλοί γενναίοι Αθηναίοι, που και διαπρεπείς ήταν και μεγάλα αξιώματα είχαν στην πόλη, αλλά έπειτα από μάχη που κράτησε ώρες οι Αθηναίοι υπερίσχυσαν και άλλους σκότωσαν, άλλους συνέλαβαν και, αφού εισήλθαν στο στρατόπεδό τους, πήραν πολλά χρήματα και άλλα αντικείμενα αξίας.
Ο Κίμωνας, όμως, δεν επαναπαύτηκε στις δάφνες του. Ακούγοντας ότι τα 80 φοινικικά πλοία βρίσκονταν στον Ύδρο, έδωσε εντολή στα πληρώματά του να ανοίξουν πανιά και με όλη την ταχύτητα έπεσε πάνω στον εχθρικό στόλο, ο οποίος δεν ήξερε τίποτα για την τύχη της κύριας δύναμής του. Κυριευμένοι από πανικό οι Φοίνικες δεν κατάφεραν να αντιτάξουν σοβαρή αντίσταση, με αποτέλεσμα να χάσουν όλα τα πλοία μαζί με τα περισσότερα πληρώματα.
Πιο κοντά στα γεγονότα φαίνεται ότι είναι η περιγραφή του Πλουτάρχου, αφού θεωρείται μάλλον αδύνατο οι Αθηναίοι να πήραν μέρος σε ναυμαχία που έγινε στα ανοικτά της Κύπρου και το σούρουπο της ίδιας ημέρας να πρόλαβαν να φτάσουν στις ακτές της Παμφυλίας. Πόσο μάλλον τη στιγμή που η ναυμαχία στην Κύπρο πρέπει να διήρκεσε πολλές ώρες, λόγω της αριθμητικής δυσαναλογίας των δύο στόλων.
Ο Διόδωρος, αντιγράφοντας τον Έφορο, πιθανόν συνέδεσε με τις μάχες στον Ευρυμέδοντα κάποια ναυτική επιχείρηση που έγινε αργότερα κοντά στην Κύπρο, όπως φαίνεται από το επίγραμμα που συναντούμε στη συνέχεια του κειμένου του Διοδώρου και προέρχεται από τη δεκάτη (10% των λαφύρων) που αφιέρωσαν οι Αθηναίοι στους θεούς μάλλον μετά τις επιχειρήσεις στην Κύπρο, όπως φαίνεται από την αναφορά της Μεγαλονήσου σε αυτό.
Ορισμένοι μελετητές υποστηρίζουν ότι η νίκη στον Ευρυμέδοντα οδήγησε στη σύναψη της πρώτης ειρηνευτικής συνθήκης μεταξύ Ελλήνων και Περσών, η οποία ανανεώθηκε με την ειρήνη του Καλλία. Ανεξάρτητα από την ορθότητα ή όχι αυτής της άποψης, το σίγουρο είναι ότι οι δυνάμεις που κατέστρεψε ο Κίμωνας στον Ευρυμέδοντα ήταν οι τελευταίες που συγκέντρωσαν οι Πέρσες έχοντας επιθετικές βλέψεις ενάντια στην Ελλάδα. Από εδώ και πέρα περνούν στην άμυνα, μια και κάθε απόπειρα μεταφοράς στρατευμάτων στην Ελλάδα θα ήταν καταδικασμένη, εφόσον ο ελληνικός στόλος έλεγχε όλα τα παράλια της Μικράς Ασίας από το Βόσπορο μέχρι την Παμφυλία. Το Αιγαίο ήταν μια αποκλειστικά ελληνική ή, καλύτερα, αθηναϊκή θάλασσα.
πηγή http://asiaminor.ehw.gr/Forms/fLemmaBody.aspx?lemmaid=5273