Βενιζέλος Ελευθέριος
Ο Ελευθέριος Βενιζέλος (Μουρνιές Χανίων, 23 Αυγούστου 1864 Παρίσι, 18 Μαρτίου 1936) υπήρξε ένας από τους σημαντικότερους πολιτικούς της νεότερης Ελλάδας. Πρωταγωνίστησε στην αυτονομία της Κρητικής Πολιτείας και την οριστική ένωση της Κρήτης με την Ελλάδα, συνέβαλε στην απελευθέρωση της Μακεδονίας, στην είσοδο της Ελλάδας στον Α’ Παγκόσμιο Πόλεμο, και στην οργάνωση της χώρας στα πρότυπα αστικού κράτους διατελώντας πάρα πολλές φορές πρωθυπουργός.
Όταν ξέσπασε στην Κρήτη η επανάσταση του 1866, η οικογένειά του Βενιζέλου κατέφυγε στη Σύρο. Όταν ηρέμησαν τα πράγματα, ο πατέρας του Κυριάκος παρέμεινε στην Ελλάδα επειδή δεν του επετράπη η επάνοδος στην Κρήτη λόγω του ότι είχε συμμετάσχει στην επανάσταση, και μόνο όταν το 1872 χορήγησε αμνηστία ο Σουλτάνος, η οικογένεια επέστρεψε στο νησί. Ο Βενιζέλος έκανε τις εγκύκλιες σπουδές του στο εκπαιδευτήριο Αντωνιάδου στην Αθήνα μετά από εισαγωγικές εξετάσεις. Είχε παρακολουθήσει τα μαθήματα της πρώτης γυμνασιακής τάξης στα Χανιά το 1876 – 1877 με τον ελληνοδιδάσκαλο Ιωάννη Παπαδάκη. Το απολυτήριο του Γυμνασίου το πήρε από το Γυμνάσιο της Ερμούπολης Σύρου, όπου παρακολούθησε την τελευταία τάξη.Ο πατέρας του ήταν έμπορος και ήθελε να βάλει στη δουλειά αυτή και το γιο του. Έτσι, ο νεαρός Ελευθέριος δούλεψε για δυό χρόνια στο κατάστημα του πατέρα του. Αλλά ο Γεώργιος Ζυγομαλάς, γενικός τότε πρόξενος της Ελλάδας στα Χανιά, τον έπεισε ότι ο γιος του έπρεπε να κάνει ανώτερες σπουδές γιατί είχε ιδιαίτερη κλίση στα γράμματα. Σπούδασε νομικά στο Πανεπιστήμιο Αθηνών, αναγορεύθηκε διδάκτωρ της Νομικής με άριστα και επέστρεψε στην Κρήτη το 1886 όπου άρχισε να ασκεί τη δικηγορία.
Αναμίχθηκε στην πολιτική και την επόμενη χρονιά εξελέγη βουλευτής Κυδωνιών. Ως βουλευτής ξεχώρισε για την ευγλωττία και τις ριζοσπαστικές θέσεις του. Μανιώδης αναγνώστης, ασχολούνταν επίσης με την εκμάθηση της γαλλικής και της αγγλικής. Η κατάσταση στην Κρήτη ήταν ρευστή, η τουρκική κυβέρνηση υπονόμευε η ίδια τις μεταρρυθμίσεις που είχε κάνει και αναπόφευκτα το 1888 ξέσπασαν ταραχές. Η Τουρκία επενέβη και τον Δεκέμβριο του 1889 αφαίρεσε όλα τα προνόμια που είχε παραχωρήσει στους Κρητικούς με βάση τη συνθήκη του Βερολίνου. Η κρίση συνεχίστηκε ως το 1894, οπότε συγκλήθηκε συνέλευση, που όμως αμέσως οδηγήθηκε σε αδιέξοδο, καθώς Έλληνες και Μουσουλμάνοι δεν μπορούσαν να βρουν σημεία συνεννόησης.
Στις 3 Σεπτεμβρίου 1895 ξέσπασε επανάσταση, που δεν βρήκε σύμφωνο το Βενιζέλο, ο οποίος θεωρούσε ότι οι Κρητικοί δεν έπρεπε να ενεργούν αυτοβούλως αλλά σε συνεννόηση με την ελληνική κυβέρνηση στην Αθήνα. Πίστευε ότι το κίνημα τη συγκεκριμένη στιγμή και αποτέλεσμα δεν θα είχε και την νεοσχηματισθείσα κυβέρνηση της Αθήνας θα έφερνε σε δύσκολη θέση καθώς είχε να αντιμετωπίσει και το οικονομικό πρόβλημα της Ελλάδας που μόλις πριν από λίγο είχε κηρύξει πτώχευση. Όντως τελικά το κίνημα των Κρητικών προσωρινά ανεστάλη. Το κρητικό ζήτημα φαινόταν να οδεύει προς λύση μετά την επέμβαση των Μεγάλων Δυνάμεων που είχαν υπογράψει τη Συνθήκη του Βερολίνου και ήθελαν τώρα να επιβάλουν στην Υψηλή Πύλη ν’ αναγνωρίσει την αυτονομία του νησιού.
Ενώ τον Ιανουάριο του 1897 γίνονταν σφαγές στα Χανιά και στο Ρέθυμνο, ο Βενιζέλος που περιόδευε στο νησί, έσπευσε στη Μαλάξα, κοντά στα Χανιά όπου είχαν συγκεντρωθεί περισσότεροι από 2.000 επαναστάτες και τέθηκε επικεφαλής τους. Πρότεινε να επιτεθούν μαζί με άλλους επαναστάτες που ήταν στο Ακρωτήρι, στους Τούρκους και να τους εκτοπίσουν από την πεδιάδα (η Μαλάξα είναι σε κάποιο υψόμετρο). Πέρασε ο ίδιος νύχτα στο Ακρωτήρι όπου ύψωσε την ελληνική σημαία. Οι Τούρκοι ζήτησαν τη βοήθεια των ξένων ναυάρχων και επιτέθηκαν στους επαναστάτες. Προκλήθηκε γενικευμένη σύγκρουση. Τα ευρωπαϊκά πολεμικά χτύπησαν με τα πυροβόλα τους, τους επαναστάτες στο Ακρωτήρι, ρίχνοντας τη σημαία που υψώθηκε αμέσως πάλι υπό τις θυελλώδεις ζητωκραυγές των πληρωμάτων των ελληνικών πολεμικών που ναυλοχούσαν στ’ ανοιχτά αλλά δεν μπορούσαν να επέμβουν ενώ στο θωρηκτό “Ύδρα” γινόταν ανάκρουση του Εθνικού μας Ύμνου.
Το ίδιο βράδυ του βομβαρδισμού, ο Βενιζέλος συνέταξε διαμαρτυρία προς τους ξένους ναυάρχους, την οποία προσυπέγραψαν όλοι οι οπλαρχηγοί που βρίσκονταν στο Ακρωτήρι. Στους ναυάρχους την μετέφερε ο επικεφαλής της ελληνικής ναυτικής μοίρας Ράινεκ. Τους έγραφε ότι οι επαναστάτες θα κρατούσαν τις θέσεις τους μέχρι να σκοτωθεί κι ο τελευταίος από τις οβίδες των ευρωπαϊκών πολεμικών προκειμένου να μην αφήσουν τους Τούρκους να πάρουν το Ακρωτήρι. Ο βομβαρδισμός αυτός χριστιανικών πλοίων εναντίον Χριστιανών που ήθελαν την ελευθερία τους, προκάλεσε μεγάλη συγκίνηση και στην Ελλάδα και στην Ευρώπη. Σε πολλές ευρωπαϊκές πρωτεύουσες έγιναν διαδηλώσεις συμπαράστασης στους επαναστάτες ενώ το προεδρείο της Βουλής των Ελλήνων στην Αθήνα έπαιρνε πλήθος τηλεγραφήματα από διασημότητες της εποχής που συνιστούσαν στην ελληνική κυβέρνηση να τηρήσει πιο αποφασιστική στάση υπέρ των Κρητικών.
Η επανάσταση οδήγησε στον άτυχο Ελληνοτουρκικό πόλεμο του 1897 κατά τον οποίο τα τουρκικά στρατεύματα νίκησαν κατά κράτος τα αντίστοιχα ελληνικά στο Θεσσαλικό μέτωπο. Το όνειρο της ένωσης του νησιού με την μητέρα Ελλάδα φαινόταν να απομακρύνεται. Στις 25 Αυγούστου 1897, ο Βενιζέλος έστειλε διακοίνωση στον αρχηγό του ευρωπαϊκού στόλου, αναφέροντας ότι η μόνη σωστή λύση του Κρητικού ζητήματος θα ήταν η ένωση του νησιού με την Ελλάδα. Αφού όμως η Ελλάδα απέσυρε τη στρατιωτική δύναμη που είχε στο νησί, αναγνωρίζοντας την αυτονομία του, θα έπρεπε και η Κρήτη, για να μην φέρει σε δύσκολη θέση την Αθήνα, να δεχθεί ως προσωρινή λύση την αυτονομία, εναποθέτοντας τις ελπίδες για οριστική λύση στις Μεγάλες Δυνάμεις. Οι Τούρκοι πρότειναν να γίνει ανταλλαγή της Κρήτης με τη Θεσσαλία που την κατείχε ο στρατός τους. Η πρόταση αυτή απορρίφθηκε καθώς θεωρήθηκε εμπαιγμός και για τους Κρητικούς και για τις Μεγάλες Δυνάμεις.
Την κυβέρνηση Δηλιγιάννη διαδέχθηκε η κυβέρνηση Ράλλη κι αυτήν η κυβέρνηση Αλέξανδρου Ζαΐμη, που υπέγραψε στην Κωνσταντινούπολη συνθήκη ειρήνης με την Τουρκία. Κατόπιν οι Μεγάλες Δυνάμεις ξεκίνησαν τη διαδικασία διακανονισμού του Κρητικού ζητήματος, που όμως τραβούσε μακριά. Προτάθηκαν για τη θέση του Γενικού Διοικητή του νησιού οι Δροζ, Σέφερ, ο Μαυροβούνιος Πέτροβιτς Μπόζα, ο πρίγκιπας Βάττεμβεργ ενώ οι Τούρκοι ήθελαν γι’ αυτή τη θέση τον Ανθόπουλο πασά. Η Ρωσία υπέδειξε τον γιό του βασιλιά των Ελλήνων Γεωργίου του Α΄, τον πρίγκιπα Γεώργιο, ο οποίος και επελέγη τελικά. Στις 21 Ιανουαρίου 1898, η κρητική συνέλευση, μέσα σε ζητωκραυγές ενέκρινε πρόταση του Βενιζέλου να κάνει το προεδρείο της τα αναγκαία διαβήματα. Η Γερμανία και η Αυστρία, επειδή δεν ήθελαν να φανεί ότι αντιτίθενται στις τουρκικές απαιτήσεις, αποχώρησαν από τον συνασπισμό των ευρωπαϊκών δυνάμεων, ο οποίος έγινε πλέον τετραμελής. Εκλέχθηκε μια εκτελεστική επιτροπή, με τη συμμετοχή του Βενιζέλου, που εκτελούσε χρέη κυβέρνησης και είχε τις επαφές με τους Ευρωπαίους ναυάρχους. Άρχισε να εφαρμόζει το προσωρινό πολίτευμα, αλλά οι Μουσουλμάνοι, υποκινούμενοι από τους Τούρκους, ξεσηκώθηκαν. Οι Κρητικοί άρχισαν να συγκεντρώνουν ένοπλα τμήματα και η εκτελεστική επιτροπή προέβη σε διαβήματα διαμαρτυρίας, με συνέπεια να επισπευσθεί η εκλογή του πρίγκιπα Γεωργίου, που εκκρεμούσε επί εννεάμηνο.
Ο πρίγκιπας ορίστηκε Ύπατος Αρμοστής της Κρητικής Πολιτείας με τριετή θητεία. Στις 13 Δεκεμβρίου 1898 έφθασε στα Χανιά όπου του επιφυλάχθηκε αποθεωτική υποδοχή. Στις 27 Απριλίου 1899, ο Ύπατος Αρμοστής όρισε συμβούλιο (δηλαδή κυβέρνηση) από τους Κρητικούς αρχηγούς. Ο Βενιζέλος έγινε σύμβουλος (υπουργός) Δικαιοσύνης. Από τους αρχηγούς δεν συμμετείχε στο συμβούλιο μόνο ο Ιωάννης Σφακιανάκης, πρόεδρος της συνέλευσης την περίοδο των ταραχών επειδή υπέβαλε στον Αρμοστή ένα σχέδιο για το οριστικό πολίτευμα του νησιού, αλλά ο Γεώργιος δεν το ενέκρινε.
Το συμβούλιο ξεκίνησε την προσπάθεια να οργανώσει κράτος. Στις 18 Μαΐου, ο Βενιζέλος υπέβαλε πλήρη δικαστική νομοθεσία. Άρχισαν όμως οι διαφωνίες. Ο Γεώργιος, σκοπεύοντας να ταξιδέψει στην Ευρώπη, ανακοίνωσε στον κρητικό λαό ότι “κατά την διάρκειαν του ταξιδίου του θα εζήτει από τας Μεγάλας Δυνάμεις την ένωσιν της Κρήτης και ήλπιζε να επιτύχει ταύτην λόγω των συγγενικών του δεσμών”. Η ανακοίνωση έγινε χωρίς να το ξέρει το συμβούλιο. Ο Βενιζέλος είπε στον πρίγκιπα ότι δεν θα ήταν καλό να δίνει στον λαό ελπίδες για κάτι που δεν ήταν εκείνη τη στιγμή δυνατό να πραγματοποιηθεί. Όντως δε οι Μεγάλες Δυνάμεις απέρριψαν το αίτημα του Γεωργίου. Επίσης Αρμοστής και σύμβουλος διαφώνησαν επειδή ο Γεώργιος ήθελε να χτίσει ανάκτορο, κάτι που δεν ήθελε ο Βενιζέλος γιατί θα σήμαινε διαιώνιση του καθεστώτος της Αρμοστείας που οι Κρητικοί δέχθηκαν ως προσωρινό μέχρι την οριστική λύση. Επήλθε διάσταση μεταξύ των δύο ανδρών και ο Βενιζέλος επανειλημμένα υπέβαλε παραίτηση.
Όταν συζητήθηκε στο συμβούλιο ο προϋπολογισμός, ο Βενιζέλος είπε ότι το νησί δεν ήταν αυτόνομο αφού κατεχόταν στρατιωτικά από τέσσερις δυνάμεις και το κυβερνούσε εντολοδόχος τους. Θα έπρεπε, όταν θα έληγε η θητεία του πρίγκιπα, να ζητηθεί από τις Μεγάλες Δυνάμεις να επιτρέψουν στη συνέλευση, με βάση το άρθρο 39 του συντάγματος (που το είχε καταργήσει η συνδιάσκεψη της Ρώμης) να εκλέξει ανώτατο άρχοντα, οπότε δεν χρειαζόταν η παρουσία ξένων στρατευμάτων. Μ’ αυτόν τον τρόπο, το νησί θα απαλλασσόταν από τον στρατό κατοχής και την δι’ αντιπροσώπου των Μεγάλων Δυνάμεων διακυβέρνηση, και θα μπορούσε ευκολότερα να πετύχει τον στόχο που ήταν η ένωση με την Ελλάδα. Αυτή την πρόταση θα εκμεταλλευθούν οι αντίπαλοι του Βενιζέλου για να πουν ότι ήθελε την Κρήτη αυτόνομη ηγεμονία. Σε απάντηση, εκείνος υπέβαλε και πάλι την παραίτησή του με το αιτιολογικό ότι του ήταν αδύνατο πλέον να συνεργαστεί με τα υπόλοιπα μέλη του συμβουλίου και διαβεβαίωσε ότι δεν σκόπευε να ασκήσει αντιπολίτευση.
Στις 17 Μαΐου 1901, σε έκθεσή του εξέθεσε τους λόγους που τον υποχρέωναν να παραιτηθεί, την δε επομένη τους είπε και προφορικά στον Ύπατο Αρμοστή. Στις 18 Μαΐου ο Βενιζέλος απολύθηκε επειδή δημόσια υποστήριξε απόψεις αντίθετες μ’ αυτά που πρέσβευε ο Αρμοστής. Και τέθηκε πλέον επικεφαλής της αντιπολίτευσης. Επί τρία χρόνια διεξήχθη μια σκληρότατη πολιτική διαμάχη, η διοίκηση παρέλυσε και κυριάρχησε η οξύτητα στο νησί. Και, αναπόφευκτα, τον Μάρτιο του 1905 ξέσπασε επανάσταση, της οποίας επικεφαλής ετέθη ο Βενιζέλος.
Στις 23 Μαρτίου 1905 συνήλθε συνέλευση στον Θέρισο που κήρυξε “την πολιτικήν ένωσιν της Κρήτης μετά της Ελλάδος εις εν μόνον ελεύθερον συνταγματικόν κράτος”, έδωσε δε και σχετικό ψήφισμα στις Μεγάλες Δυνάμεις, όπου υποστήριζε ότι το νόθο μεταβατικό καθεστώς εμπόδιζε την οικονομική ανάπτυξη του νησιού και η μόνη φυσική λύση του κρητικού ζητήματος ήταν η ένωση.
Στις 7 Απριλίου συνήλθε τακτική συνέλευση στα Χανιά, η οποία ομοίως κήρυξε την ένωση ενώ ένας από τους συμβούλους του Ύπατου Αρμοστή παραιτήθηκε και πήγε στον Θέρισο να ενωθεί με τους επαναστάτες. Οι Μεγάλες Δυνάμεις απάντησαν στους επαναστάτες ότι θα χρησιμοποιούσαν στρατεύματα προκειμένου να επιβάλλουν τις αποφάσεις τους. Σε απάντηση οι περισσότεροι βουλευτές της τακτικής συνέλευσης πήγαν στον Θέρισο να ενωθούν κι αυτοί με τον Βενιζέλο. Οι πρόξενοι των Μεγάλων Δυνάμεων συναντήθηκαν με τον Βενιζέλο στις Μουρνιές, σε μια προσπάθεια να επιτευχθεί συμφωνία, χωρίς αποτέλεσμα. Η επαναστατική κυβέρνηση ζήτησε να χορηγηθεί στην Κρήτη πολίτευμα ανάλογο μ’ αυτό της Ανατολικής Ρωμυλίας. Στις 18 Ιουλίου οι Δυνάμεις κήρυξαν τον στρατιωτικό νόμο, κάτι που δεν αποθάρρυνε τους επαναστάτες. Στις 15 Αυγούστου η τακτική συνέλευση των Χανίων ψήφισε τις περισσότερες από τις μεταρρυθμίσεις που ζητούσε ο Βενιζέλος.
Συναντήθηκαν και πάλι μαζί του οι πρόξενοι και έκαναν δεκτές τις μεταρρυθμίσεις που πρότεινε. Αυτό οδήγησε στον τερματισμό της επανάστασης του Θερίσου και στην παραίτηση του Ύπατου Αρμοστή πρίγκιπα Γεωργίου. Οι Μεγάλες Δυνάμεις ανέθεσαν στον βασιλιά της Ελλάδας Γεώργιο Α΄ να εκλέξει αυτός νέο Αρμοστή. Τοποθετήθηκε στη θέση αυτή ο Αλέξανδρος Ζαϊμης ενώ επετράπη Έλληνες αξιωματικοί και υπαξιωματικοί να αναλάβουν την οργάνωση της Κρητικής Χωροφυλακής. Μόλις οργανώθηκε Χωροφυλακή άρχισαν να αποχωρούν τα ξένα στρατεύματα από το νησί.
Τον Σεπτέμβριο του 1908 ο αυτοκράτορας της Αυστρίας ανακοίνωσε την προσάρτηση της Βοσνίας – Ερζεγοβίνης και ο ηγεμόνας της Βουλγαρίας την ανεξαρτησία της. Οι Κρητικοί δεν έχασαν την ευκαιρία. Στις 24 Σεπτεμβρίου 1908 ξέσπασε επανάσταση στο νησί. Χιλιάδες πολίτες των Χανίων και των γύρω περιοχών την ημέρα αυτή συγκρότησαν συλλαλητήριο, στο οποίο ο Βενιζέλος κήρυξε την οριστική ένωση της Κρήτης με την μητέρα Ελλάδα. Έχοντας συνεννοηθεί με την κυβέρνηση της Αθήνας, ο Ζαϊμης αναχώρησε για την πρωτεύουσα του ελληνικού κράτους πριν από το συλλαλητήριο. Συγκλήθηκε η συνέλευση και κήρυξε την ανεξαρτησία της Κρήτης, οι δημόσιοι υπάλληλοι ορκίσθηκαν πίστη στον βασιλιά Γεώργιο Α΄ της Ελλάδας, ενώ διορίστηκε πενταμελής εκτελεστική επιτροπή με την εντολή να κυβερνήσει το νησί εν ονόματι του βασιλιά των Ελλήνων και σύμφωνα με τους νόμους του ελληνικού κράτους. Πρόεδρος της επιτροπής ήταν ο Μιχελιδάκης με τον Βενιζέλο υπουργό Εξωτερικών και Δικαιοσύνης. Τον Απρίλιο του 1910 συγκλήθηκε νέα συνέλευση, της οποίας ο Βενιζέλος εκλέχθηκε πρόεδρος ενώ κατόπιν έγινε πρωθυπουργός. Όλα τα ξένα στρατεύματα έφυγαν από την Κρήτη και η εξουσία περιήλθε εξ ολοκλήρου στην κυβέρνηση Βενιζέλου.
Τον Αύγουστο του 1909 ξέσπασε στην Αθήνα στρατιωτική επανάσταση στο Γουδί. Παραιτήθηκε η κυβέρνηση Ράλλη και σχηματίσθηκε καινούργια υπό τον Κυριακούλη Μαυρομιχάλη. Όμως, επειδή είχε δημιουργθεί πολιτικό αδιέξοδο, ο Στρατιωτικός Σύνδεσμος (η οργάνωση των αξιωματικών που είχε κάνει την επανάσταση), ο οποίος είχε απόλυτη εξουσία, προσκάλεσε τον Βενιζέλο από την Κρήτη να αναλάβει την πρωθυπουργία. Ήλθε λοιπόν στην Αθήνα ο Βενιζέλος και, αφού είχε διαβουλεύσεις με τον Στρατιωτικό Σύνδεσμο και με εκπροσώπους του πολιτικού κόσμου, εισηγήθηκε τον σχηματισμό νέας κυβέρνησης και τη σύγκληση μεταρρυθμιστικής Βουλής. Η Βουλή αυτή, όμως, θεωρήθηκε ότι θα μπορούσε να αποτελέσει κίνδυνο για το καθεστώς. Ο Βενιζέλος σταμάτησε τότε όλες τις επαφές του κι ετοιμαζόταν να γυρίσει στην Κρήτη. Ο Γεώργιος Α΄, φοβούμενος κλιμάκωση της κρίσης, συγκάλεσε συμβούλιο των πολιτικών αρχηγών, οι οποίοι του συνέστησαν να δεχθεί τη λύση Βενιζέλου. Ο βασιλιάς, μετά από πολλές αναβολές, συμφώνησε και ανέθεσε στον Στέφανο Δραγούμη (ήταν υπόδειξη του Βενιζέλου) να σχηματίσει κυβέρνηση που θα οδηγούσε τη χώρα σε εκλογές.
Ο Βενιζέλος έφυγε ταξίδι στην Ελβετία, έγιναν εκλογές στις 8 Αυγούστου 1910 και εξελέγη σχεδόν παμψηφεί βουλευτής Αττικής. Ο Δημήτριος Ράλλης υπέδειξε στον βασιλιά να βάλει τον Βενιζέλο στην κυβέρνηση. Στις 5 Σεπτεμβρίου ήλθε στην Αθήνα ο Βενιζέλος όπου έτυχε θερμής υποδοχής από τον λαό. Σε ομιλία του, παρουσίασε τις πολιτικές του θέσεις, τόνισε δε ότι η χώρα χρειαζόταν αναθεωρητική Βουλή ενώ ο κόσμος από κάτω φώναζε “Συντακτική”. Η κυβέρνηση Δραγούμη, που δεν είχε τη δύναμη στη Βουλή ώστε να εφαρμόσει τις μεταρρυθμίσεις που απαιτούσε ο Στρατιωτικός Σύνδεσμος, παραιτήθηκε. Στις 19 Οκτωβρίου 1910 ο Βενιζέλος έγινε πρωθυπουργός. Επειδή, όμως, δεν είχε την πλειοψηφία στη Βουλή, στις 21 τη διέλυσε και προκήρυξε εκλογές, στις οποίες δεν πήραν μέρος τα παλιά κόμματα. Η καινούργια Βουλή αναθεώρησε το Σύνταγμα, διαλύθηκε κατόπιν και προκηρύχθηκαν νέες εκλογές.
Στο μεταξύ, υπήρχαν διπλωματικές επαφές, με στόχο να γίνουν μεταρρυθμίσεις στη Μακεδονία και τη Θράκη προκειμένου να βελτιωθούν οι συνθήκες διαβίωσης των εκεί χριστιανικών πληθυσμών. Σε περίπτωση αποτυχίας των μεταρρυθμίσεων , σχεδιαζόταν να διωχθεί η Τουρκία από τα Βαλκάνια. Αυτό το τελευταίο φαινόταν εφικτό, επειδή μετά την εισαγωγή συντάγματος, ο διοικητικός μηχανισμός της Τουρκίας είχε αποδιοργανωθεί, δεν είχε στόλο για να μεταφέρει δυνάμεις από τη Μικρά Ασία στην Ευρώπη ενώ ο ελληνικός στόλος κυριαρχούσε στο Αιγαίο. Ο Βενιζέλος δεν ήθελε να γίνουν άμεσα κινήσεις από τις βαλκανικές χώρες, προκειμένου να αναδιοργανωθεί στρατιωτικά η χώρα (προσπάθεια που είχε ξεκινήσει από την τελευταία κυβέρνηση Γεωργίου Θεοτόκη). Πρότεινε στην Τουρκία να αναγνωρίσει στους Κρητικούς το δικαίωμα να στέλνουν βουλευτές στην ελληνική Βουλή, ούτως ώστε να κλείσει το Κρητικό Ζήτημα. Οι Νεότουρκοι (που είχαν πάρει αέρα μετά τη νίκη της Τουρκίας στον Ελληνοτουρκικό πόλεμο του 1897) απειλούσαν ότι θα κάνουν στρατιωτικό περίπατο μέχρι την Αθήνα, αν η τελευταία επέμενε σε τέτοιες αξιώσεις.
Ήταν λοιπόν μονόδρομος για τον Βενιζέλο η συμμαχία με τις άλλες βαλκανικές χώρες, Σερβία, Βουλγαρία, Μαυροβούνιο. Έπεισε τον διάδοχο Κωνσταντίνο να αντιπροσωπεύσει την Ελλάδα σε κάποια βασιλική γιορτή στη Σόφια και οργάνωσε επίσκεψη στην Αθήνα Βουλγάρων φοιτητών, το 1911, που έγινε σε πολύ καλό κλίμα. Τον Μάιο του 1912 Ελλάδα και Βουλγαρία υπέγραψαν συνθήκη. Αλλά οι σφαγές των Κοτσάνων και της Μπράνας επέσπευσαν τις εξελίξεις. Η Σερβία και η Βουλγαρία που είχαν υπογράψει μεταξύ τους μυστική συνθήκη συμμαχίας, προσκάλεσαν την Ελλάδα τις τελευταίες μέρες του Σεπτεμβρίου 1912 να πάρει μέρος μαζί τους στον πόλεμο εναντίον της Τουρκίας.
Ο Βενιζέλος είχε προσεγγίσει χωρίς αποτέλεσμα τους Τούρκους για το Κρητικό Ζήτημα και, επιπλέον, δεν ήθελε να την πάθει η Ελλάδα όπως το 1877 με τον Ρωσοτουρκικό Πόλεμο (τότε παρέμεινε αδρανής ενώ οι άλλοι βαλκανικοί λαοί πολέμησαν με αποτέλεσμα να μην έχει λόγο μετά στη συνθήκη ειρήνης). Έτσι, στις 30 Σεπτεμβρίου 1912 κήρυξε τον πόλεμο στην Τουρκία. Ήταν ο Α΄ Βαλκανικός Πόλεμος. Την 1 Οκτωβρίου, συνήλθε σε τακτική σύνοδο η Βουλή, όπου αναγγέλθηκε η κήρυξη του πολέμου, έγιναν δεκτοί οι Κρητικοί βουλευτές που τους προσφώνησε ο Βενιζέλος και κηρύχθηκε η ένωση της Μεγαλονήσου με την Ελλάδα. Ο ελληνικός λαός υποδέχθηκε τις εξελίξεις αυτές με μεγάλο ενθουσιασμό.
Ο στρατός, με αρχιστράτηγο τον διάδοχο Κωνσταντίνο, προήλασε προς τη Μακεδονία, επιτυγχάνοντας αλλεπάλληλες νίκες και στις 26 Οκτωβρίου 1912 κατέλαβε τη Θεσσαλονίκη. Σ’ αυτή την περίοδο σημειώθηκε και η γνωστή διαφωνία με τον διάδοχο Κωνσταντίνο Α’, για την πορεία που έπρεπε να ακολουθήσει ο στρατός και ποιες πόλεις θα έπρεπε να απελευθερωθούν πρώτα. Ο Ελευθέριος Βενιζέλος, προβλέποντας τα προβλήματα που θα εμφανιζόταν μετά την απελευθέρωση της πόλης στον τομέα της αστυνόμευσής της και γνωρίζοντας ότι οι Βούλγαροι σύμμαχοι μας αλλά και οι μεγάλες Ευρωπαϊκές Δυνάμεις θα προωθούσαν μία εικόνα άναρχης πόλης και μίας Ελληνικής πολιτείας ανίκανης να επιβάλλει την τάξη, φρόντισε, από τις 24 Οκτωβρίου, πριν ακόμη απελευθερωθεί η πόλη, να διατάξει την μεταφορά δυνάμεως της Κρητικής χωροφυλακής στη Θεσσαλονίκη.Στις 20 Νοεμβρίου, η Σερβία, το Μαυροβούνιο και η Βουλγαρία υπέγραψαν ανακωχή με την Τουρκία. Η Ελλάδα συνέχιζε τον πόλεμο στο μέτωπο της Ηπείρου. Ακολούθησε συνδιάσκεψη στο Λονδίνο, όπου η Ελλάδα πήρε μέρος αν και δεν είχαν τελειώσει οι επιχειρήσεις στην Ήπειρο. Η συνδιάσκεψη αυτή κατέληξε στη Συνθήκη του Λονδίνου μεταξύ των συμμάχων και της Τουρκίας.
Την επομένη της νίκης, ο Βούλγαρος πρωθυπουργός Ιβάν Γκέσωφ, ενώ γινόταν δοξολογία στη Σόφια για τη συμμαχική νίκη, έστειλε το παρακάτω τηλεγράφημα στο Βενιζέλο: “Είμαι ευτυχής, αναγγέλλων υμίν την συγκινητικήν ταύτην τελετήν, κατά την οποίαν η αγία ημών Εκκλησία ηυλόγησε γεγονός το οποίον διά πρώτην φοράν η ιστορία θα αναγράψη εν τη βαλκανική χερσονήσω και σας παρακαλώ να ευαρεστηθήτε όπως δεχθήτε όλα τα συγχαρητήριά μου και τας ειλικρινείς ευχάς, τας οποίας εκφράζω, όπως εν καλόν και ευτυχές τέλος επιστέψη το έργον, του οποίου η πρωτοβουλία τα μέγιστα οφείλεται εις την υμετέραν εξοχότητα και την Κυβέρνησιν, της οποίας προϊστασθε”.
Γρήγορα, εντούτοις, οι Βούλγαροι, οι οποίοι ήθελαν να γίνουν ηγεμονική δύναμη στα Βαλκάνια προέβαλαν υπερβολικές αξιώσεις. Και η Σερβία ζητούσε περισσότερα εδάφη απ’ όσα είχε προσυμφωνήσει με τους Βουλγάρους, επειδή τους βοήθησε στη Θράκη πέρα απ’ όσο είχε συμφωνηθεί. Κι ο Βενιζέλος ξεκαθάρισε στον στη συνδιάσκεψη του Λονδίνου ότι η Θεσσαλονίκη ήταν της Ελλάδας, αφού άλλωστε πρώτος την κατέλαβε ο ελληνικός στρατός.
Η ρήξη μεταξύ των συμμάχων λόγω της τακτικής των Βουλγάρων και ειδικότερα υπό τον Στογιάν Δάνεφ, (που είχε στο μεταξύ αντικαταστήσει τον Γκέσωφ στη πρωθυπουργία), ήταν αναπόφευκτη. Έτσι βρέθηκε η Βουλγαρία απέναντι σ’ ένα ενιαίο μέτωπο Ελλάδας – Σερβίας, οι οποίες στις 19 Μαΐου 1913 υπέγραψαν σύμφωνο συμμαχίας στη Θεσσαλονίκη. Στις 19 Ιουνίου 1913 κηρύχθηκε ο Β’ Βαλκανικός Πόλεμος. Ο βασιλιάς πλέον Κωνσταντίνος έδιωξε τις βουλγαρικές δυνάμεις από τη Θεσσαλονίκη, κατήγαγε δε κατόπιν αλλεπάλληλες νίκες επί του βουλγαρικού στρατού. Νικημένοι από τους Έλληνες και τους Σέρβους κι ενώ ο ρουμανικός στρατός προήλαυνε προς τη Σόφια, οι Βούλγαροι ζήτησαν ανακωχή. Ο Βενιζέλος πήγε στο Χατζή Μπεϊλίκ, έδρα του ελληνικού στρατηγείου, όπου προσδιόρισε μαζί με τον Κωνσταντίνο ποιές θα ήταν οι εδαφικές αξιώσεις της Ελλάδας στη συνδιάσκεψη της ειρήνης. Κατόπιν ανεχώρησε για το Βουκουρέστι, όπου συνήλθε η συνδιάσκεψη. Στις 28 Ιουνίου 1913 υπογράφτηκε συνθήκη ειρήνης από την Ελλάδα, το Μαυροβούνιο, τη Σερβία και τη Ρουμανία αφενός και από τη Βουλγαρία αφετέρου. Οι αξιώσεις της Ελλάδας έγιναν όλες δεκτές. Ο Βενιζέλος γνωστοποίησε αυθημερόν με τηλεγράφημα στον βασιλιά την υπογραφή της συνθήκης.
Η απάντηση του Κωνσταντίνου ήταν η εξής: “Ευχαριστώ υμάς επί τη αναγγελία της υπογραφής της ειρήνης. Ο Θεός πλουσιοπαρόχως ηυλόγησε τας προσπαθείας ημών. Εν ονόματι του έθνους και εμού εκφράζω υμίν τας βασιλικάς μου ευχαριστίας. Νέα και ένδοξος εποχή διανοίγεται ενώπιον ημών. Εις πίστωσιν δε της ευγνωμοσύνης και της προς υμάς υπολήψεώς μου απονέμω υμίν τον Μεγαλόσταυρον του βασιλικού μου Τάγματος του Σωτήρος. Η πατρίς σάς είναι ευγνώμων”.
Και η απάντηση του Βενιζέλου: “Βαθύτατα συγκεκινημένος από το τηλεγράφημα της υμετέρας μεγαλειότητος, παρακαλώ αυτήν ευλαβώς να δεχθή την έκφρασιν της αναλλοιώτου μου ευγνωμοσύνης διά την επιεική εκτίμησιν των υπηρεσιών μου. Με το ευτυχές τέρμα και του δευτέρου πολέμου υπό τον μέγαν στρατηλάτην βασιλέα, όστις διά του ξίφους του εμεγάλωσε την Ελλάδα, η φιλτάτη πατρίς καταλαμβάνει την ανήκουσαν αυτή θέσιν εν τω κόσμω και με σταθερόν βήμα θέλει χωρήσει εις ευρύτατον μέλλον, ασφαλίζουσα το μεγαλείον και την ευημερίαν αυτής”.
Ο Α’ Παγκόσμιος Πόλεμος ξέσπασε το φθινόπωρο του 1914. Μέχρι το 1915 η Ελλάδα παρέμεινε εκτός της σύρραξης. Της ζήτησε όμως η Αντάντ να πάρει μέρος στην εκστρατεία στα Δαρδανέλλια. Ο Βενιζέλος, που ήθελε να μπει η χώρα στον πόλεμο με την Αντάντ, διαφώνησε με τον βασιλιά, υπέβαλε την παραίτησή του και πήγε στην Αίγυπτο. Η Βουλή διαλύθηκε, έγιναν εκλογές στις 31 Μαΐου 1915, που έδωσαν την πλειοψηφία στο Κόμμα των Φιλελευθέρων κι ο βασιλιάς έδωσε εντολή στον Βενιζέλο να σχηματίσει κυβέρνηση. Ο πρωθυπουργός, μιλώντας στη Βουλή, τόνισε ότι η Ελλάδα θα έμενε ουδέτερη εκτός αν έκτακτες περιστάσεις την υποχρέωναν ν’ αλλάξει γραμμή πλεύσης.
Τον Σεπτέμβριο 1915 η Βουλγαρία προσχώρησε στις Κεντρικές Αυτοκρατορίες και κήρυξε επιστράτευση. Η Ελλάδα κήρυξε, επίσης, επιστράτευση αλλά προέκυψε διχογνωμία μεταξύ Κωνσταντίνου – Βενιζέλου όσον αφορά στις υποχρεώσεις της χώρας μας απέναντι στη Σερβία εκ της συνθήκης που είχαν υπογράψει οι δύο χώρες. Ο Βενιζέλος παραιτήθηκε, σχημάτισε κυβέρνηση ο Αλέξανδρος Ζαϊμης στην οποία συμμετείχαν οι αρχηγοί όλων των κομμάτων της αντιπολίτευσης. Παραιτήθηκε και η κυβέρνηση Ζαϊμη, σχηματίστηκε δε κυβέρνηση υπό τον Στέφανο Σκουλούδη, στην οποία πήραν μέρος όλοι όσοι συνέπραξαν στην προηγούμενη κυβέρνηση (Ζαϊμη). Η κυβέρνηση Σκουλούδη διέλυσε τη Βουλή και διεξήγαγε εκλογές στις 6 Δεκεμβρίου 1915, στις οποίες δεν πήρε μέρος το Κόμμα των Φιλελευθέρων, θεωρώντας τες άκυρες. Εν τω μεταξύ, οι σύμμαχοι, η Αντάντ, αποβίβασαν στρατό στη Θεσσαλονίκη, ανοίγοντας το Βαλκανικό μέτωπο.
Στις 16 Αυγούστου 1916 έγινε συλλαλητήριο στην Αθήνα (κίνημα της Εθνικής Αμύνης), όπου με την υποστήριξη του συμμαχικού στρατού, που είχε αποβιβαστεί στην πρωτεύουσα της Μακεδονίας, ο Βενιζέλος ανακοίνωσε στο λαό την πλήρη διαφωνία του με τους χειρισμούς του Στέμματος. Τέθηκε επικεφαλής επανάστασης (με το κίνημα Εθνικής Άμυνας) με έδρα τη Θεσσαλονίκη, στην οποία πήγε και σχημάτισε επαναστατική “Προσωρινή Κυβέρνηση Εθνικής Άμυνας” μαζί με τους ναύαρχο Παύλο Κουντουριώτη και στρατηγό Παναγιώτη Δαγκλή χρησιμοποιώντας την Κρητική Χωροφυλακή αφού προηγουμένως, στις 25 Σεπτεμβρίου, πέρασε από την Κρήτη, η οποία προσχώρησε κι αυτή στην επανάσταση. Προσχώρησαν και τα άλλα νησιά του Αιγαίου.
Στην Αθήνα, επενέβη η Αντάντ και υποχρέωσε την κυβέρνηση Σκουλούδη να παραιτηθεί. Σχηματίστηκε υπηρεσιακή κυβέρνηση υπό τον Νικόλαο Καλογερόπουλο και η Βουλή διέκοψε τις εργασίες της. Τα μέλη της κυβέρνησης Καλογερόπουλου διαφώνησαν μεταξύ τους ως προς την πολιτική που έπρεπε να ακολουθηθεί, οδηγώντας την έτσι σε παραίτηση. Ο Σπυρίδων Λάμπρος σχημάτισε κυβέρνηση με μη πολιτικά πρόσωπα. Την κυβέρνηση αυτή διαδέχθηκε νέα υπό τον Αλέξανδρο Ζαϊμη. Οι σύμμαχοι αποφάσισαν να απομακρύνουν από τον θρόνο και την Ελλάδα τον Βασιλιά Κωνσταντίνο, να τον διαδεχθεί δε ο γιός του Αλέξανδρος. Στις 29 Μαΐου 1917 ο Κωνσταντίνος αναχώρησε και λίγες μέρες μετά ο Βενιζέλος σχημάτισε κυβέρνηση, συγκλήθηκε δε η Βουλή, η οποία είχε προκύψει από τις εκλογές της 31 Μαΐου 1915. Στις 11/24 Νοεμβρίου 1916 η ολοκληρωμένη Προσωρινή Κυβέρνηση κήρυξε τον πόλεμο στις κεντρικές δυνάμεις.
Όταν η Γερμανία υπέγραψε ανακωχή, συνήλθε στο Παρίσι η συνδιάσκεψη της ειρήνης, όπου ο Βενιζέλος παρέστη ως αντιπρόσωπος της Ελλάδας και πρόβαλε τις αξιώσεις της χώρας μας, οι οποίες έγιναν στο σύνολό τους δεκτές με τις συνθήκες του Νεϊγύ (27 Νοεμβρίου 1919) και των Σεβρών (10 Αυγούστου 1920). Ως αποτέλεσμα αυτών των συνθηκών η Ελλάδα προσάρτησε (προσωρινά) την Ανατολική Θράκη και την Σμύρνη. Όντας στη Γαλλία, ο Βενιζέλος εξελέγη μέλος της Γαλλικής Ακαδημίας. Ενώ επρόκειτο να γυρίσει στην Ελλάδα, έγινε δολοφονική απόπειρα εναντίον του στον σιδηροδρομικό σταθμό της Λυόν, στο Παρίσι από δύο απότακτους Έλληνες αξιωματικούς. Αφού θεραπεύτηκε από τα τραύματά του, γύρισε τον Σεπτέμβριο στην Αθήνα.
Ο θάνατος του βασιλιά Αλέξανδρου είχε ως συνέπεια να ανακηρύξει αντιβασιλέα η Βουλή τον ναύαρχο Παύλο Κουντουριώτη. Έγιναν βουλευτικές εκλογές την 1 Νοεμβρίου 1920. Το Κόμμα των Φιλελευθέρων νικήθηκε από την ενωμένη αντιπολίτευση, ο δε Βενιζέλος δεν εξελέγη καν βουλευτής. Την μεθεπομένη σχημάτισε κυβέρνηση ο Δημήτριος Ράλλης, παραιτήθηκε ο Κουντουριώτης κι έγινε αντιβασίλισσα η βασιλομήτωρ Όλγα μέχρι να γίνει δημοψήφισμα, το οποίο θα επανέφερε τον εξόριστο Κωνσταντίνο. Στις 4 Νοεμβρίου ο Βενιζέλος αναχώρησε για το Παρίσι, δηλώνοντας ότι αποσύρεται από την ενεργό πολιτική και σκοπεύει να ιδιωτεύσει αλλά αν η χώρα ζητήσει τις υπηρεσίες του στο εξωτερικό, θα είναι στη διάθεσή της. Εν τω μεταξύ είχε ήδη χρεωθεί την οδυνηρή περιπέτεια της Μικρασιατικής καταστροφής που εξυπηρετούσε τα σχέδια των Μεγάλων Δυνάμεων στην περιοχή και βασίστηκε σε αβάσιμους σχεδιασμούς όπως αυτοί συνοψίζονταν στο δόγμα “Η Ελλάς των δύο ηπείρων και των πέντε θαλασσών”.
Μετά την Μικρασιατική Καταστροφή και την επανάσταση του 1922, ο Βενιζέλος δέχθηκε να εκπροσωπήσει την Ελλάδα στη διάσκεψη της Λωζάννης όπου στις 24 Ιουλίου 1923 υπέγραψε τη συνθήκη ειρήνης με την Τουρκία. Στις 16 Δεκεμβρίου 1923 έγιναν εκλογές για συντακτική συνέλευση από τις οποίες απέσχε η αντιπολίτευση. Ο Βενιζέλος εκλέχθηκε βουλευτής στην Αθήνα και σε άλλες περιοχές (το επέτρεπε το εκλογικό σύστημα) κι επέστρεψε στην Ελλάδα, έγινε δε πρόεδρος της Βουλής με την ψήφο όλων των βουλευτών. Διαφώνησε όμως με την πολιτική παράταξη που είχε ταχθεί στο πολιτειακό υπέρ της Δημοκρατίας (την επομένη των εκλογών απομακρύνθηκε προσωρινά ο βασιλιάς Γεώργιος Β΄), παραιτήθηκε από την προεδρία της Βουλής και σχημάτισε κυβέρνηση στις 11 Ιανουαρίου 1924, θέλοντας να συμβιβάσει τα πράγματα. Όμως, η ανάμειξη ξένων στοιχείων στην πολιτική και ένα πρόβλημα στην υγεία του τον υποχρέωσαν να παραιτηθεί στις 4 Φεβρουαρίου, να υποδείξει ως διάδοχό του τον Γεώργιο Καφαντάρη και να φύγει και πάλι στο Παρίσι.
Δεν άκουσε τους οπαδούς του που του ζητούσαν να επανέλθει και να αναλάβει και πάλι την ηγεσία του Κόμματος των Φιλελευθέρων. Στο Παρίσι επιδόθηκε στη μετάφραση των “Ιστοριών” του Θουκυδίδη. Η μετάφραση αυτή είναι ένα μνημειώδες έργο και αποτελεί λαμπρή συνεισφορά στο εγχείρημα της μεταφοράς των κειμένων της αρχαιότητας στα νέα ελληνικά.
Αφού ανέτρεψε τη δικτατορία του Πάγκαλου ο Γεώργιος Κονδύλης στις 22 Αυγούστου 1926, ορκίστηκε Πρωθυπουργός και έκανε εκλογές, στις οποίες δεν συμμετείχε ο ίδιος, ουτε ο Βενιζέλος που δεν θέλησε να είναι υποψήφιος. Βοήθησε όμως να σχηματιστεί οικουμενική κυβέρνηση από τον Αλέξανδρο Ζαϊμη με στόχο την γεφύρωση των πολιτικών διαφορών και την εθνική συμφιλίωση. Η κυβέρνηση αυτή παραιτήθηκε και σχηματίστηκε νέα στην οποία δεν συμμετείχε το Λαϊκό Κόμμα. Ο Βενιζέλος γύρισε τότε στην Ελλάδα, διαφώνησε ωστόσο με την κυβέρνηση επί της ασκουμένης οικονομικής πολιτικής. Η διαφωνία του οδήγησε στη διάσπαση του Κόμματος των Φιλελευθέρων, του οποίου ανέλαβε την ηγεσία. Στις 5 Ιουλίου 1928 παραιτήθηκε η κυβέρνηση Ζαϊμη. Ο Βενιζέλος έγινε πρωθυπουργός και προκήρυξε εκλογές για τις 19 Αυγούστου 1928. Τις κέρδισε το Κόμμα των Φιλελευθέρων που πήρε τις 228 από 250 έδρες της Βουλής. Ο Βενιζέλος κυβέρνησε μέχρι το 1932.
Κύριος στόχος του Βενιζέλου την περίοδο αυτή υπήρξε να αποφύγει την εξάρτηση της Ελλάδας από μία μόνο μεγάλη δύναμη. Προσπάθησε λοιπόν, να δημιουργήσει φιλικές σχέσεις τόσο με τις γειτονικές χώρες όσο και με αυτές που κυριαρχούσαν στη Μεσόγειο. Έτσι, η πρώτη διπλωματική κίνηση του Βενιζέλου ήταν η υπογραφή συμφώνου φιλίας, συνδιαλλαγής και δικαστικού διακανονισμού με την Ιταλία στις 23 Σεπτεμβρίου 1928.
Εν συνεχεία, ο Βενιζέλος στράφηκε στη Γιουγκοσλαβία, η οποία από καιρό είχε διεκδικήσεις για μία «ελεύθερη ζώνη» στο λιμάνι της Θεσσαλονίκης. Ο Βενιζέλος αποδέχτηκε ορισμένες από τις γιουγκοσλαβικές απαιτήσεις και αφού απομακρύνθηκε αυτό το εμπόδιο, στις 17 Μαρτίου 1929 υπογράφτηκε το ελληνογιουγκοσλαβικό πρωτόκολλο στη Γενεύη.
Με τη Βουλγαρία η κατάσταση ήταν πιο περίπλοκη: οι Βούλγαροι απέρριψαν την προσφορά του Βενιζέλου για δημιουργία «ελεύθερου λιμανιού» στη Θεσσαλονίκη ή την Αλεξανδρούπολη, καθώς διατηρούσαν αλυτρωτικές βλέψεις για τις περιοχές αυτές. Έτσι, ο Βενιζέλος περιορίστηκε στην επανάληψη πλήρων διπλωματικών σχέσεων με τη γείτονα χώρα.
Η πιο πολυσυζητημένη όμως, πράξη του Βενιζέλου ήταν η υπογραφή της ελληνοτουρκικής σύμβασης στην Άγκυρα, στις 10 Ιουνίου 1930. Με αυτή τη συμφωνία έκλεισαν οι περισσότερες εκκρεμότητες μεταξύ Ελλάδας και Τουρκίας. Η Ελλάδα συμφώνησε να πληρώσει 425.000 λίρες Αγγλίας ως αποζημίωση για τους Τούρκους που έφυγαν από τη χώρα και σε αντάλλαγμα η Τουρκία δεχόταν να αναγνωρίσει τους Έλληνες της Κωνσταντινούπολης ως μόνιμους κατοίκους. Εν συνεχεία, στις 30 Οκτωβρίου υπογράφτηκε στην Άγκυρα το σύμφωνο ελληνοτουρκικής φιλίας, ουδετερότητας και διαιτησίας. Η διπλωματική αυτή προσέγγιση άλλαξε άρδην το κλίμα στις δύο χώρες με αποτέλεσμα τόσο ο Βενιζέλος στην Άγκυρα όσο ο Ισμέτ Ινονού στην Αθήνα να τύχουν θερμής υποδοχής από τους κατοίκους.
Όμως, οι διπλωματικές αυτές κινήσεις του Βενιζέλου συνάντησαν σημαντική αντίδραση, καθώς έβαλε σε δεύτερη μοίρα τις εθνικές βλέψεις της χώρας. Η Ιταλία είχε ακόμα στην κατοχή της τα Δωδεκάνησα και ο Βενιζέλος συνειδητά απέφυγε να ανακινήσει αυτό το ζήτημα για να μη διαταράξει τις σχέσεις των δύο χωρών. Εν όψει μάλιστα της σύναψης του συμφώνου της ελληνοϊταλικής φιλίας στις 23.9.1928, δήλωσε στον Τύπο: “Δεν δύναται και δεν πρέπει η Δωδεκάνησος να εμποδίση την ανάπτυξιν και εμπέδωσιν των σχέσεων φιλίας και εμπιστοσύνης μεταξύ Ελλάδος και Ιταλίας”. Παράλληλα, ως ένδειξη φιλίας προς τη Βρετανία αποθάρρυνε τις πρωτοβουλίες των Κυπρίων για Ένωση. Όμως αναμφίβολα, το ζήτημα που ακόμα και σήμερα προκαλεί τις περισσότερες συζητήσεις είναι η ελληνοτουρκική προσέγγιση, γιατί με αυτή την κίνηση ο Βενιζέλος έθεσε οριστικά τέρμα στις ελπίδες των μικρασιατών να επιστρέψουν στις εστίες του. Αυτό οδήγησε στην εκλογική τους αποξένωση με αποτέλεσμα αρκετοί μικρασιάτες να στραφούν στο Λαϊκό Κόμμα στις επόμενες εκλογές.
Στις 16 Ιανουαρίου 1933 η κυβέρνηση Παναγή Τσαλδάρη ανετράπηκε, και για τελευταία φορά, πρωθυπουργός έγινε ο Βενιζέλος. Στις εκλογές της 5 Μαρτίου όμως τα αντίπαλα κόμματα πλειοψήφισαν. Τότε ο στρατηγός Νικόλαος Πλαστήρας ηγήθηκε πραξικοπήματος υπέρ του Βενιζέλου. Ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας όμως ονόμασε πρώτα πρωθυπουργό τον στρατηγό Οθωναίο ώστε να καταστείλει το πραξικόπημα, και αμέσως μετά έκανε πρωθυπουργό τον Τσαλδάρη. Στις αρχές Μαΐου ο Ιωάννης Μεταξάς κατέθεσε στην Βουλή πρόταση δίωξης του Βενιζέλου. Στις αρχές Ιουνίου αντιβενιζελικοί αποπειράθηκαν να δολοφονήσουν τον Βενιζέλο στην λεωφόρο Κηφισίας και ακολούθησαν και διώξεις φιλοβενιζελικών αξιωματικών. Κατά την απόπειρα δολοφονίας εναντίον του τραυματίστηκε η γυναίκα του Έλενα Βενιζέλου, η οποία μετέβαινε επίσης στο αυτοκίνητο, και σκοτώθηκαν μέλη της προσωπικής του ασφάλειας.
Το 1935 ενθάρρυνε στρατιωτικό κίνημα που εκδηλώθηκε την 1 Μαρτίου από βενιζελικούς αξιωματικούς. Το κίνημα όμως δεν είχε αρχηγό και αναγκάστηκε να το αναλάβει ο ίδιος. Αυτό είχε σαν αποτελέσματα την αποχώρηση του Γεωργίου Παπανδρέου από το Κόμμα Φιλελευθέρων, την έκδοση νόμων δίωξης των φιλοβενιζελικών και περιορισμού άρθρων του Συντάγματος, και βέβαια την ερήμην καταδίκη σε θάνατο του Βενιζέλου και του Πλαστήρα. Από την κατάσταση αυτή επωφελήθηκαν ο Μεταξάς και ο Κονδύλης θέτοντας ξανά το καθεστωτικό ζήτημα και οδηγώντας στην κατάλυση της Δημοκρατίας και επάνοδο της Μοναρχίας.
Ο Βενιζέλος μετά από μια δήλωση αποχώρησης από την πολιτική ζωή κατέφυγε στο Παρίσι, όπου πέθανε το 1936. Το σώμα του μεταφέρθηκε και θάφτηκε στο Ακρωτήρι της Κρήτης παρουσία του Διαδόχου Παύλου.