Πριν το 1910 στο Σουφλί, όπως και στα υπόλοιπα μέρη του Έβρου, υπήρχε μια μυστική οργάνωση, της οποίας μέλη ήταν διάφοροι πρόκριτοι Σουφλιώτες, όπως οι γιατροί Αθανάσιος Μπρίκας και Παντελής Λεφάκης με επικεφαλής τον Υπολοχαγό του Ελληνικού Στρατού και γραμματέα, το Γεώργιο Μπρίκα (μετέπειτα βουλευτή και γερουσιαστή) πού συνεργάζονταν με το ελεύθερο κράτος και ιδιαίτερα με τον πρόξενο της Αλεξανδρούπολης.Η μυστική αυτή οργάνωση είχε εισάγει στο Σουφλί και πολλά όπλα (300περίπού γκράδες). Έτσι τα παλληκάρια του Σουφλίου βρέθηκαν οπλισμένα με την κήρύξη του Βαλκανικού πολέμού (1912).
Το Σουφλί είναι καθ’ όλα έτοιμο πια, ύστερα από τις προετοιμασίες, που είδαμε παραπάνω, να πάρει μέρος στον πόλεμο. Ένα σώμα αντάρτικο από 150 παλληκάρια, οπλισμένα καλά με τους γκράδες που ξέθαβαν, από όσου τους είχαν Θαμμένούς και με αρχηγούς μερικούς λιποτάχτες Σουφλιώτες του τούρκικού στρατού, έσπεύσε αμέσως με την κήρύξη του πολέμου να στήσει τα λημέρια του στη Γκίμπρενα, μια βουνοκορφή οχτώ χιλιόμετρα από το Σουφλί. Με ορμητήριο την απρόσιτη αυτή βουνοκορφή, από την πρώτη κιόλας μέρα του πολέμού άρχισε να παρενοχλέι τους Τούρκους.
Πρώτη τους δουλειά ήταν να ανατινάξούν τη σιδηροδρομική γέφύρα, στη θέση “Μαγκάζ” για να κόψουν τη συγκοινωνία με το Δεδέ-Αγάτς (Αλεξανδρούπολη). Η τοποθεσία Μαγκάζ βρίσκεται έξι χιλιόμετρα νότια του Σουφλίου, ανάμεσα στα χωριά Λυκόφη και Κορνοφωλιά.
Στο μεταξύ, τα Συμμαχικά στρατεύματα κατόρθωσαν να αποκόψουν τα τούρκικά στρατεύματα της Δυτικής Μακεδονίας και Θράκης με τις επιθέσεις τους, να πολιορκήσούν την Αδριανούπολη έτσι ώστε το Διδυμότειχο και το Σουφλί να βρεθούν μόνο με τις τούρκικές αρχές χωρίς να περιμένούν βοήθεια από πουθενά. Μέσα σ αυτή τη σύγχύση οι Τούρκοι φυλακίζούν αρκετούς Σουφλιώτες πρόκριτούς, με σκοπό να τους στείλούν στην Κωνσταντινούπολη. Η προσπάθεια αυτή απέτυχε, γιατί οι αντάρτες εν τω μεταξύ είχαν ανατινάξει και τη γέφυρα της Μάνδρας. Οι αντάρτες είχαν καταλάβει όλες τις διόδούς του Σουφλίου. Οι Τούρκοι τρομοκρατημένοι αποφάσισαν να εγκαταλείψουν το Σουφλί και να περάσουν πέρα από τον Έβρο στο τούρκικό χωριό Εντέ-Κιόϊ, για να σωθούν.
Από τη στιγμή αυτή το Σουφλί βρίσκεται ελεύθερο στα χέρια των ανταρτών, χωρίς τούρκικές αρχές. Ο φόβος, όμως, της επιστροφής των Τούρκων είναι διάχυτος. Οι φόβοι δεν αργούν να επαληθευτούν. Είναι 12 Οκτωβρίου του 1912. Τα φυλάκια πού φύλαγαν στο ” Μαγκάζ ” αντιλήφθηκαν το πρωί μια αμαξοστοιχία να έρχεται από την Αλεξανδρούπολη προς το Σουφλί. Το τραίνο ήταν υποχρεωμένό νασταματήσει στο Μαγκάζ, γιατί η γέφυρα ήταν, όπως προειπώθηκε, ανατιναγμένη από τις πρώτες μέρες του πολέμού.
Μόλις ξημέρωσε οι φύλακες αντιλήφθηκαν Τούρκους στρατιώτες να τρέχούν να καταλάβούν τις κορυφές των απέναντι λόφων και να αναπτύσσονται σαν σε μάχη. Οι Τούρκοι, πού ήταν πολύ περισσότεροι από τους Έλληνες, προσπάθησαν να τους κυκλώσούν. Άρχισε το τουφεκίδι. Η μάχη του Μαγκαζιού κράτησε ως το μεσημέρι, οπότε οι Τούρκοι κατόρθωσαν να υπερφαλαγγίσούν τους υπερασπιστές της περιοχής και να τους αναγκάσούν να τραπούν σε άτακτη φυγή προς το Σουφλί.
Οι Κορνοφωλιώτες, πού από το πρωί παρακολουθούσαν τη μάχη με ανησυχία, μόλις είδαν τους Σουφλιώτες να υποχωρούν , εγκατέλειψαν τα πάντα κι άρχισαν να φεύγούν προς το Σουφλί. Ας σημειωθεί ότι η μάχη αυτή γινόταν σε απόσταση μόλις δύο χιλιομέτρων από το χωριό τους.Με την άφιξη, όμως, των πρώτων Κορνοφωλιωτών, οι Σουφλιώτες πανικοβλήθηκαν κι άρχισαν να εγκαταλείπουν την πόλη τους, άλλοι από το δρόμο προς τα Λάβαρα-Διδυμότειχο και άλλοι προς τα βουνά, για τα χωριά Γιαννούλη – Σιδηρώ.
Οι Τούρκοι, εν τω μεταξύ, έφτασαν στο μοναστήρι της Κορνοφωλιάς, δύο χιλιόμετρα από το χωριό. Αφού το πυρπόλησαν, έπιασαν τον ηγούμένο Πορφύριο και μετά από βασανιστήρια, τον κατάσφαξαν. Ο καλόγερος του μοναστηριού Παπαϊλαρίων κατόρθωσε να πηδήξει από τα παράθύρα και να σωθεί.Μετά το μοναστήρι σειρά είχε το χωριό, το οποίο κατέστρεψαν εκ θεμελίων. Η μάχη στο Μαγκάζ συνεχιζόταν όμως, παρόλη την υποχώρηση των Σουφλιωτών, οι οποίοι δεν εννοούσαν να θέλούν να αφήσούν τους Τούρκους να περάσούν εύκολα, γιατί ήξεραν τι περιμένει την πατρίδα τους. Κατέλαβαν έτσι τα υψώματα του Μισιλίμ, απ’ όπού ήταν υποχρεωμένοι να περάσούν οι Τούρκοι προκειμένού να κατευθυνθούν προς το Σουφλί. Όμως οι Τούρκοι μη γνωρίζοντας αν υπάρχει στρατός στο Σουφλί είτε από φόβο είτε από ικανοποίηση υποχώρησαν προς την Αλεξανδρούπολη.
Στο τέλος, το Σουφλί σώθηκε από πιθανό ολοκαύτωμα των Τούρκων σαν από Θαύμα. Εκείνο το βράδύ το Σουφλί ήταν τελείως άδειο από κατοίκούς. Μόνο λίγα παλληκάρια έμειναν κι αυτά κυνηγημένα.Μόνο σαν έφύγαν οι Τούρκοι, ξαναγύρισαν οι Σουφλιώτες και πάλι όμως μόνο για λίγο, επειδή καινούργιες σύμφορές τους περίμεναν.
Στις 24-10-1912 με τη φρούδα ελπίδα ότι η Βουλγαρία Θα έχει γίνει πραγματική σύμμαχος της Ελλάδος, οι Εβρίτες υποβοήθησαν το Βουλγαρικό στρατό να αιχμαλωτίσει δυνάμεις της Τούρκικής Μεραρχίας του Γερβάν Πασά, νότια από το Σουφλί, στην περιοχή Λύρας Προβατώνος Ταύρης – Πέπλου.
Για άλλη μια φορά ο Ελληνισμός του Έβρου πρόβαλε τη δύναμή του και το πάθος του για την ελευθερία. Όμως οι Βούλγαροι είχαν παράλογες εδαφικές αβιώσεις από τους συμμάχούς τους Ελλάδα και Σερβία.